Του Λευτέρη Κουγιουμουτζή
«Οι δημοσιογράφοι δεν έχουμε καταλάβει πως η κοινωνία δεν είναι μαζί μας», σχολιάζει καλός φίλος από τα παλιά, εργαζόμενος σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό ο ίδιος. Αφορμή, η συζήτηση που ξεκίνησε για τις θέσεις εργασίας, οι οποίες ενδέχεται να χαθούν στους τηλεοπτικούς σταθμούς που (πιθανολογείται ότι) θα κλείσουν, κεντρικούς και περιφερειακούς.
Σε γενικές γραμμές έχει δίκιο· η κοινή γνώμη στέκεται μάλλον αδιάφορα στο θέμα, ενώ πολλές φορές δεν λείπουν δηκτικά σχόλια με ρεβανσιστική διάθεση.
Ωχαδερφισμός ή μοιρολατρία; Χαιρεκακία, ίσως; Δεν είναι, δα, και ότι τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα σπανίζουνε στις μέρες μας, πόσο μάλλον που προβλήθηκαν και καλλιεργήθηκαν για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία από τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας.
Αυτά τα ίδια μέσα είναι που προσπάθησαν μεθοδικά, ιδιαίτερα τα χρόνια της επονομαζόμενης κρίσης, να απασφαλίσουν οποιαδήποτε απόπειρα οργανωμένης αντίδρασης στη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκαν τα εργασιακά δικαιώματα αλλά και οι θέσεις εργασίας στη χώρα.
Ακόμα περισσότερο, να αδρανοποιήσουν τα όποια αντανακλαστικά αλληλεγγύης απέναντι στους κλάδους που είχαν πληγεί κατά καιρούς, διαβάλλοντάς τους συστηματικά, ώστε να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη ότι άξιζαν, τάχα, την κακή τους μοίρα.
Διαιώνισαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, μια στρατηγική τύπου «διαίρει και βασίλευε», που εξυπηρέτησε απόλυτα τους σχεδιασμούς των εντολοδόχων τους, αλλά και έναν κοινωνικό κανιβαλισμό ταυτόχρονα. Ειρωνεία της τύχης; Οι εργαζόμενοι στα μέσα αυτά, βρίσκονται πια κι οι ίδιοι στη δίνη του κυκλώνα, γεγονός αναπόφευκτο και λογικά αναμενόμενο.
Δεν οφείλεται, παρ’ όλα αυτά, η κοινωνική απάθεια σε σχέση με τους δυνάμει απολυμένους των ΜΜΕ μονάχα στα παραπάνω γενικότερα γνωρίσματα.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης –πρωτόλειας, έστω– κοινωνικής συνειδητοποίησης που ξεκίνησε με αφορμή την οικονομική κρίση, ο ρόλος των ΜΜΕ και η αποφασιστική συμβολή τους στη διαμόρφωση της τρέχουσας κατάστασης, οι ευθύνες τους για τις στρεβλώσεις της πρότερης και τα δεινά της τωρινής περιόδου, έγιναν ξεκάθαρα σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί τα ΜΜΕ μέρος του προβλήματος και προσπάθησε (με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία) να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που, συνδεδεμένος διαρκώς με μια οθόνη τηλεόρασης, δηλητηρίαζε την πολιτική μας κρίση και σκέψη.
Δυστυχώς για τους εργαζόμενους στα μέσα αυτά, στα μάτια της κοινωνίας υπήρξαν γρανάζια του παραπάνω συστήματος, κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που εισπράττουν σήμερα μια γενικότερη αδιαφορία, αν όχι αποστροφή, στις προσωπικές και συλλογικές αγωνίες τους.
Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει πως δεν ήταν όλοι εγκέφαλοι και οργανωτές των –καταστροφικών για την κοινωνία– σχεδιασμών που προαναφέρθηκαν, ούτε συμμετείχαν όλοι εξίσου και με τον ίδιο ζήλο στην υλοποίησή τους. Από την άλλη, ο καθένας είχε επίγνωση και για ποιον δούλευε και τι καταστάσεις καλλιεργούσε· αν μη τι άλλο, ειδικά οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να έχουν.
Αποκλεισμοί και φιμώσεις της άλλης γνώμης, παραχαράξεις και χάλκευση γεγονότων, καλλιέργεια μισαλλοδοξίας και φοβικών συνδρόμων, στήριξη συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών κέντρων, στοχοποίηση και στηλίτευση αντιφρονούντων, απολύσεις και παραγκωνισμός συναδέλφων διαφωνούντων και μη πρόθυμων να συνταχθούν με τη «γραμμή», απροκάλυπτη προπαγάνδα, όλα τα παραπάνω βρέθηκαν και βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των ΜΜΕ.
Κι αν οι απλοί δημοσιογράφοι δεν ήταν οι εμπνευστές, υπήρξαν παρ’ όλα αυτά οι εκτελεστές των παραπάνω πρακτικών και η κοινωνία τις ταύτισε με τα πρόσωπα και τα ονοματεπώνυμά τους. Σήμερα, που αγωνιούν για το προσωπικό τους μέλλον και κάνουν έκκληση για συμπαράσταση, συναντούν τοίχο. Είναι ο τοίχος που (και) οι ίδιοι έχτισαν.
Ασφαλώς η αντιμετώπιση αυτή τους αδικεί· σε κανέναν εργαζόμενο, που κινδυνεύει να χάσει το μεροκάματό του, δεν αξίζει η αδιαφορία, πολύ περισσότερο η χαιρεκακία.
Με την ευχή να μην απολυθεί, εντέλει, κανείς εργαζόμενος στον χώρο, είναι ίσως μια ευκαιρία να αναλογιστούν τα συλλογικά όργανα του κλάδου, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά, τα αίτια που τους οδήγησαν σ’ αυτόν τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Και να επαναπροσδιοριστούν αξίες, όρια και σχέσεις. Γιατί, δίχως ειλικρινείς γέφυρες με την κοινωνία, είναι θέμα χρόνου να ξαναβρεθούν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση.