Ένας άντρας που του άρεσαν οι ταινίες γουέστερν, μερικοί αναξιοπαθούντες και ένας σχεδιασμός γεμάτος λάθη, ήταν οι άξονες της «Ληστείας του Αιώνα», που έγινε στις 8 Αυγούστου του 1963 στη Μεγάλη Βρετανία…
Η Μεγάλη Ληστεία του Τρένου (Great Train Robbery) ήταν η κλοπή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού από τρένο των Βασιλικών Ταχυδρομείων της Μ. Βρετανίας, την ώρα που εκτελούσε τη διαδρομή μεταξύ Γλασκώβης – Λονδίνου και συγκεκριμένα στο Μπάκιγχαμσάιρ.
Εγκέφαλος της ληστείας ήταν ο Μπρους Ρέινολντς, ο οποίος εμπνεύστηκε και κατέστρωσε το σχέδιό του από τις ταινίες γουέστερν τις οποίες παρακολουθούσε με πάθος. Το μόνο που του έλειπε ήταν η… σπείρα και αυτή τη βρήκε στα πρόσωπα μιας ομάδας αναξιοπαθούντων που έψαχναν τρόπο να βγάλουν εύκολα χρήματα.
Όλα ήταν έτοιμα μόνο που το σχέδιο δεν ήταν και πολύ καλά στημένο… Το όλο σχέδιο στηριζόταν κυρίως σε πληροφορίες που είχαν από ένα πρόσωπο, μέσα από το χώρο των Ταχυδρομείων, το οποίο έμεινε γνωστό ως “Ο Άνθρωπος από το Όλστερ”. Οι ληστές, περίπου 15 άτομα, έστησαν καρτέρι σε ερημικό σημείο στο Τσέντιγκτον, 55 χλμ. από το Λονδίνο. Άλλα μέλη της συμμορίας ήταν ο Γκόρντον Γκούντι, ο Μπάστερ Έντουαρντς, ο Τσάρλι Γουίλσον, ο Τζίμι Χάσεϊ, ο Ρόνι Μπιγκς, ο Τομ Γουίσμπεϊ, ο Τζον Γουίτερ, ο Τζίμι Γουάιτ και ο Μπράιαν Φιλντ, όπως επίσης και τρεις άντρες γνωστοί μόνο με τους αριθμούς “1”, “2” και “3”.
Οι ληστές κάλυψαν τον πράσινο σηματοδότη που επέτρεπε την ελεύθερη διέλευση του τρένου από το πέρασμα Sears και με τη βοήθεια μιας φορητής μπαταρίας ενεργοποίησαν το κόκκινο φανάρι στις 03:00 τη νύχτα. Ανυποψίαστος ο μηχανοδηγός του τρένου, Τζακ Μιλς, είδε το φανάρι κόκκινο σταμάτησε και έστειλε τον βοηθό του, να τηλεφωνήσει στα κεντρικά του σταθμού.
Ο βοηθός δεν γύρισε ποτέ. Αντίθετα, δύο άγνωστοι άντρες χτύπησαν τον οδηγό στο κεφάλι με λοστό, προκαλώντας του μόνιμο πρόβλημα υγείας.
Το μόνο που είχαν να κάνουν οι ληστές ήταν να οδηγήσουν το τρένο μερικά χιλιόμετρα, μέχρι το σημείο που θα ξεφόρτωναν τα χρήματα σε δικά τους φορτηγά. Για να το πετύχουν όμως αυτό, χρειάζονταν έναν οδηγό. Γι’ αυτό είχε μεριμνήσει ένα απ’ τα μέλη της συμμορίας, ο Ρόνι Μπιγκς. Η μοναδική δουλειά που είχε να κάνει ήταν να βρει έναν κατάλληλο οδηγό και ο Μπιγκς πρότεινε έναν πρώην συγκρατούμενό του, γνωστό ως «Πίτερ». Η πρώτη μεγάλη γκάφα της συμμορίας ήταν η «πρόσληψη» του Πίτερ, ο οποίος, όταν είδε τη μηχανή, ομολόγησε ότι δεν γνώριζε πώς να χειριστεί το σύγχρονο μοντέλο. Οι ληστές τότε αναγκάστηκαν να ξυπνήσουν τον κανονικό οδηγό, για να τους μεταφέρει σε κοντινή γέφυρα όπου περίμεναν φορτηγά για τη μεταφόρτωση της λείας τους.
Μετέφεραν αστραπιαία σε φορτηγάκια 120 ταχυδρομικούς σάκους που περιείχαν 2.600.000 στερλίνες -ποσό μυθικό για την εποχή εκείνη- και κατέληξαν σε μία εγκαταλελειμμένη φάρμα, σε απόσταση μισής ώρας από το σημείο της ληστείας. Εκεί περίμεναν τρεις ημέρες, μέχρι η αστυνομία να χάσει τα ίχνη τους.
Στο μεταξύ η Αστυνομία είχε αρχίσει τις έρευνες και τα λάθη που είχαν κάνει είχαν ήδη αρχίσει να τους προδίδουν… Ορισμένες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει με εργαζομένους στο τρένο, τα δαχτυλικά αποτυπώματά τους, καθώς και η άμεση και αλόγιστη χρήση των χρημάτων που απέσπασαν, οδήγησαν εύκολα την Αστυνομία στα ίχνη τους.
Το κυριότερο όμως λάθος τους ήταν μια παρτίδα Monopoly, που έπαιξαν -χρησιμοποιώντας τα κλεμμένα χρήματα- για να περάσει η ώρα τους!!!
Πέντε μέρες μετά τη Ληστεία, η Αστυνομία ανακάλυψε το κρησφύγετο των ληστών στο Αγρόκτημα Λεδερσάιντ στο Όκλι του Μπάκιγχαμσάιρ. Μες στη βιασύνη τους, οι ληστές ξέχασαν να καθαρίσουν το ταμπλό της Monopoly, ενώ άφησαν πίσω τους ένα μπλοκάκι επιταγών, ένα δίπλωμα οδήγησης, ένα ημερολόγιο και ένα χαρτονόμισμα 5 λιρών.
Οι έρευνες συνεχίστηκαν και με τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί το έργο της Αστυνομίας ήταν ιδιαίτερα εύκολο. Στις 16 Αυγούστου συνελήφθησαν τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, οι οποίες με καλυμμένο το πρόσωπο οδηγήθηκαν στο δικαστήριο του Λονσλέιντ στο Μπάκιγχαμσάιρ. Οι έρευνες απέφεραν καρπούς και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους ληστές.
Στις 22 Αυγούστου ο Τσάρλι Γουίλσον κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη ληστεία, το Σεπτέμβριο συνελήφθη ο Ρόναλντ Μπιγκς, που τα επόμενα χρόνια αναδείχτηκε στον σταρ της συμμορίας. Το Δεκέμβριο η αστυνομία ανακάλυψε σάκους με χαρτονομίσματα σε τηλεφωνικό θάλαμο, ενώ ο κύριος όγκος των χρημάτων είχε ήδη ξοδευτεί. Συνολικά 12 άτομα καταδικάστηκαν σε 307 χρόνια κάθειρξη, αν και πολλοί από τους ληστές δεν συνελήφθησαν ποτέ.
Το μυστήριο της “μεγάλης ληστείας” του τρένου, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ εντελώς. Τρεις ληστές, μεταξύ των οποίων και αυτός που ακινητοποίησε τον οδηγό, δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ορισμένοι από αυτούς διέφυγαν και έζησαν στο εξωτερικό.
Η Ληστεία, παρά το γεγονός ότι είχε πάρα πολλά σχεδιαστικά λάθη και συνελήφθησαν αρκετά από τα μέλη της σπείρας, έμεινε στην ιστορία ως «μεγάλη ληστεία» και ο λόγος ήταν κυρίως ότι αυτό ήταν και ένα δημοσιογραφικό κλισέ της εποχής.