Το βράδυ της Τετάρτης (8/2)κατευθύνθηκα με το μετρό στη στάση Μεταξουργείο για να παρακολουθήσω από κοντά τη νέα θεατρική παράσταση του Μάρκου Σεφερλή, “Ντου Από Παντού”, διασκευασμένο έργο τωνHenry Lewis, Jonathan Sayer, Henry Shields με τίτλο “TheComedyaboutabankrobbery” που σπάει ταμεία στο Λονδίνο. Είχα προσκληθεί από τον ευγενέστατο επικοινωνιολόγο του ηθοποιού, Γιάννη Κριρκή. Συνοδευμένος, λοιπόν από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές για τον Κορίνθιο ηθοποιό, αφενός την εγκωμιαστική κριτική του καταξιωμένου κριτικού θεάτρου Κώστα Γεωργοσόπουλο που τον παρομοίασε μάλιστα με <<σύγχρονο Αριστοφάνη>>, αφετέρου η βιτριολική άποψη του Κώστα Γιαννακίδη τόσο για το χιούμορ του όσο και για το κοινό που τον παρακολουθεί, μπήκα στο θέατρο Περοκέ χωρίς να αποκλείσω καμία από τις δύο κριτικές και αποφασισμένος να γράψω αυτό που θα έβλεπα συγκριτικά με την περσινή παράσταση που την είχα παρακολουθήσει, διασκευή από τους ίδιους συγγραφείς, αλλά και το δείγμα τόσων ετών, καθώς τον παρακολουθούσα ανελλιπώς για πάμπολλα χρόνια.
Είχα διαβάσει την υπόθεση πριν εισέλθω στο θέατρο. Πρόκειται για ένα διαμάντι ανεκτίμητης αξίας και οχτώ ληστές να το έχουν βάλει στο μάτι, καταστρώνοντας σχέδια για να το αποκτήσουν. Ήλπιζα κι εγώ η παράσταση να είναι “διαμάντι”. Μπήκα στην πλατεία στις 19:30, το έργο θα ξεκινούσε στις 20:00. Εν τέλει ξεκίνησε στις 20:30 με τον κόσμο να εισέρχεται μέχρι και τις 20:40. Η απαλή μουσική που έπαιζε μέχρι την έναρξη της παράστασης “γλύκαινε” την αναμονή. Για βράδυ Τετάρτης, η προσέλευση του κόσμου ήταν συναρπαστική. Στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν μετρημένες οι άδειες θέσεις. Ο Μάρκος Σεφερλής έχει ένα αδιευκρίνιστο ταλέντο να γεμίζει τα θέατρα σε ό,τι κι αν κάνει, ειδικά σε εποχές κρίσης. Και ειδικά όταν τα εισιτήρια κυμαίνονται από 12-20€ καταλαβαίνεις πόσο πολύ τον έχει αγαπήσει ο κόσμος.
Η επιστροφή της Έλενας Τσαβαλιά στο σανίδι ήταν ποθητή από το κοινό. Το κατάλαβα από τα πολύκροτα χειροκροτήματα στην είσοδό της. Κάθε ηθοποιός βέβαια πήρε το δικό του ξεχωριστό χειροκρότημα, αφού είναι γνώριμοι στο κοινό ως οι “έμπιστοι συνεργάτες του Μάρκου Σεφερλή”: Γιάννης Καπετάνιος, Θοδωρής Ρωμανίδης, Στέλιος Κρητικός, Γιάννης Ζουμπαντής αλλά και νέα μέλη στο θίασο που η αλήθεια είναι ότι δε ξεχώριζαν τόσο πολύ για το ταλέντο τους αλλά για τη συνεισφορά τους στην πλαισίωση του έργου.
Πάμε όμως να δούμε τα θετικά της πολύωρης παράστασης, καθώς διαρκεί περίπου τρεις ώρες: Πρωταρχικά, είναι παράσταση με αρχή, μέση και τέλος, δεν είναι επιθεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι σε κρατά στο “παιχνίδι”, το απολαμβάνεις μέχρι τέλος. Επίσης, ήταν άρτια σκηνοθετημένη. Βλέποντάς το καταλαβαίνεις ότι αφιέρωσαν αμέτρητες ώρες στις πρόβες. Ένιωθες τον παλμό του σανιδιού, την κάθε τους κίνηση αλλά και την αγωνία στα πιο δύσκολα “νούμερα” όταν έκαναν ακροβατικά ή κρεμόντουσαν στον τοίχο μόνο από ένα σκοινί. Ακόμη, φοβερά κοστούμια, εκπληκτικός φωτισμός, αξιοπρόσεχτη πλαισίωση μουσικής με τραγούδια γραμμένα από το Μάρκο Σεφερλή, χορογραφίες που ταίριαζαν με το ρυθμό της παράστασης. Οι ρόλοι που υποδύθηκαν οι ηθοποιοί ήταν παραπάνω από τρεις. Αν σκεφτείς ότι 13 ηθοποιοί υποδύθηκαν 52 ρόλους μπορείς να κάνεις τον υπολογισμό. Είχε, ακόμη ελάχιστα σεξιστικά ή ρατσιστικά σχόλια που τον έχουν επικρίνει πολύ για αυτό. Είχε τόσα όσα, καθώς το κοινό θέλει να ακούσει τα “πικάντικα” σχόλια που έχει συνηθίσει, διαφορετικά δε θα πήγαινε. Τέλος, καταλάβαινες την επαφή του ηθοποιού με τον κόσμο συνεχώς κατά τη διάρκεια της παράστασης. Για παράδειγμα, σε όλη την παράσταση έλεγε πετυχημένα αστεία για το Μάκη Δημάκη και τη μητέρα του που παρευρίσκονταν εκεί εκείνη τη μέρα. Αλλά και όταν κάποια στιγμή του ξεκόλλησε η ψεύτικη μύτη το έσωσε με ατάκα <<Πωπω τι κρύο έχει έξω, πέφτουν μύτες>>. Δε θα μπορούσα, επομένως, να τελειώσω τα θετικά χωρίς να εγκωμιάσω την ετοιμολογία, την αστείρευτη ενέργεια, τα πειράγματα με τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή αλλά και γενικότερα την προσαρμογή της παράστασης στα δικά του “θέλω” που είναι και η αιτία προσέλευσης εκατοντάδων θεατών καθημερινά.
Πάμε, όμως, και στα αρνητικά της παράστασης που επίσης ποικίλλουν. Αρχικά, η παράσταση κάνει κοιλιά. Και είναι λογικό, γιατί 3 ώρες δε μπορείς να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου. Κάπου χάνεσαι μεταξύ των ατακών και των πολλών ανατροπών που μερικές είναι άσκοπες. Αυτή η υπερβολή, η προσπάθεια για το τέλειο είναι αυτή που εξαντλεί την ευχαρίστηση του θεατή. Κατά τη γνώμη μου δε χρειάζονται τόσες ανατροπές, τόσα ευφυολογήματα, τόσα κλισέ. Καταλήγει ένα διαχρονικό συνονθύλευμα όσων έχουν ειπωθεί από το στόμα του ηθοποιού στα τόσα χρόνια καριέρας. Ατάκες, σκηνές και ανατροπές που τις έχουμε ξαναδει σε προηγούμενες παραστάσεις. Επιπλέον, αν και είναι εμπορική παράσταση, θα προτιμούσα να γίνεται μικρότερη αναφορά στους χορηγούς της. Δε θα επεκταθώ παραπάνω σε αυτό, είναι θέμα μάρκετινγκ. Τέλος, εκνευρίστηκα λίγο με την ευκολία του Στέλιου Κρητικού να γελά πάνω στη σκηνή με όσα τεκταίνονται. Καταλαβαίνω ότι η στιγμή είναι δύσκολη όταν έχεις μπροστά σου τον Μάρκο Σεφερλή αλλά ένα από τα χαρακτηριστικά ενός ηθοποιού είναι κι η ψυχραιμία ό,τι κι αν συμβεί. Τον κανόνα αυτό παραμέλησαν και όλοι οι άλλοι κατά τη διάρκεια της παράστασης αλλά ήταν μικρό το κακό.
Στο διάλειμμα βγήκα έξω και ρώτησα τον κόσμο αν τους άρεσε η παράσταση. Η πλειοψηφία ήταν νεαρά ζευγάρια, φοιτητές, δεν ξεπερνούσαν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους..Μου είπαν ότι τους άρεσε, ότι ήταν αυτό που περίμεναν,ότι γέλασαν αρκετά. Κανένας δε μου είπε “Περίμενα κάτι καλύτερο” “Δε με ενθουσίασε μέχρι στιγμής” ή “Επαναλαμβάνεται διαρκώς”. Επομένως, ο Μάρκος ξέρει τι κοινό προσεγγίζει, τι θέλουν να δουν, τι αστεία προτιμούν. Διαφορετικά δε νομίζω ότι θα του ήταν δύσκολο να τα άλλαζε όλα αυτά. Αλλά τότε, ίσως να μην ήταν ο Μάρκος Σεφερλής.
Προσωπικά,χωρίς να θέλω να μειώσω τη φετινή αξιόλογη προσπάθεια όλων των συντελεστών για αυτό το επίτευγμα, μου άρεσε περισσότερο η περσινή παράστασή του. Είχα γελάσει περισσότερο, είχα σοκαριστεί με τις ανατροπές, είχα τρομάξει σε μερικές σκηνές γιατί νόμιζα ότι θα έπεφταν με τα ριψοκίνδυνα ακροβατικά τους. Η φετινή μου χάρισε πληρότητα από σκηνοθετικής πλευράς αλλά ένιωθα ότι όλα αυτά τα έχω ξαναδεί. Μου θύμισε την παλαιότερη παράσταση του Μάρκου Σεφερλή “Απάτα τον Πλησίον σου”. Δε μου προσέφερε εξευγενισμό, ευχαρίστηση παρά μόνο ένα κοκτέιλ αναμνήσεων, καθώς σε κάθε ατάκα έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ σε ποιο νούμερό του την έχω ακούσει ξανά. Έφυγα με την πεποίθηση ότι ο Μάρκος Σεφερλής αδικεί το ταλέντο του. Είναι δραστήριος, πολυμήχανος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ-καλοπροαίρετου και μη- αλλά αναλώνεται στον κυκεώνα της επανάληψης. Και αφού αυτό θέλει το κοινό, αυτό ακολουθεί. Προσωπικά θα τη σύστηνα την παράσταση σε αυτούς που τρελαίνονται με το Σεφερλή και σε αυτούς που γελάνε εύκολα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι ο Μάρκος Σεφερλής είναι ένας φύσει κωμικός, μια ανεπανάληπτη φιγούρα της ελληνικής επιθεώρησης που ελάχιστοι διαθέτουν την πολυπραγμοσύνη του (γράφει, σκηνοθετεί, διασκευάσει, γράφει στίχους για τραγούδια, αυτοσχεδιάζει). Είτε αρέσει σε κάποιους το θέατρο που υπηρετεί είτε όχι, οφείλει να παραδεχτεί ότι έχει σταθεί ολομόναχος στην καλλιτεχνική Αθήνα με το χάρισμα που του έχει χαρίσει η φύση, που για αυτόν είναι ο ιδανικός τρόπος επικοινωνίας και προσέγγισης για τους άλλους. Την επόμενη φορά εύχομαι να γελάσω περισσότερο, να εκπλαγώ ξανά από θέμα σκηνοθεσίας και να δω κάτι καινούριο που να εντυπωσιαστώ. Πάντα θα περιμένω κάτι καινούριο από αυτό το μυαλό.