Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η πιθανότητα ενός Brexit είναι «πολύ πραγματική» και θα προκαλούσε «σοβαρή ζημιά σε περιφερειακό επίπεδο και διεθνώς». Ταυτόχρονα εκφράζει την ανησυχία του για την «αποσάθρωση» της ομοφωνίας στην Ευρώπη και την άνοδο του εθνικισμού.
Την ίδια στιγμή στο γκάλοπ του ICM μέσω Διαδικτύου, που επικαλείται το Reuters, το 45% στηρίζει έξοδο και 42% παραμονή στην ΕΕ, ενώ το ποσοστό των αναποφάσιστων κυμαίνεται στο 12%. Σε ανάλογη δημοσκόπηση της 6ης Απριλίου το στρατόπεδο του «μένουμε» ήταν στο 43%.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μόρις Όμπστφελντ τόνισε, ότι η πιθανότητα να ψηφίσουν οι Βρετανοί υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου είναι «πολύ πραγματική».
Σύμφωνα με τον Όμπστφελντ μια εκδήλωση του εντεινόμενου εθνικισμού είναι η πολύ πραγματική πιθανότητα της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που θα αποδειχθεί επιζήμιο για σειρά εμπορικών και οικονομικών συνεργασιών.
Το ΔΝΤ τονίζει ότι το Brexit θα οδηγούσε επίσης σε «μακρές διαπραγματεύσεις» προκειμένου να βρεθεί ένα νέο μοντέλο συνεργασίας αλλά και σε «μια παρατεταμένη περίοδο αυξανόμενης αβεβαιότητας που θα μπορούσε να επιβαρύνει την εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις».
Οι Βρετανοί θα ψηφίσουν στις 23 Ιουνίου εάν επιθυμούν να φύγει η χώρα τους από την ΕΕ, προοπτική που εγείρει ανησυχίες στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους αλλά και στους ηγέτες όλου του κόσμου.
Επιπλέον, το ΔΝΤ εκφράζει ανησυχίες για την αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, όπου πολλοί υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο τάσσονται υπέρ του προστατευτισμού, η πολιτική συζήτηση γίνεται ολοένα και περισσότερο «εσωστρεφής» και θα μπορούσε να μεταφραστεί σε «πιο εθνικιστικές πολιτικές», υπογραμμίζει ο Όμπστφελντ.
Αυτού του είδους η ρητορική συνεχίζει ευημερεί λόγω των «αυξανόμενων» εισοδηματικών ανισοτήτων και τις βαθιές αλλαγές που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και οι οποίες «θεωρείται ότι ευνοούν τις ελίτ και αφήνουν τους υπόλοιπους στην άκρη».