Του Τάσου Τσακίρογλου
Το 1918, όταν η Γερμανία εξερχόταν ταπεινωμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο φιλόσοφος Οσβαλντ Σπένγκλερ εξέδωσε το μνημειώδες έργο του «Η παρακμή της Δύσης», στην οποία, ακολουθώντας ένα κυκλικό σχήμα της Ιστορίας, εξηγούσε ότι, όπως συνέβη ξανά στο παρελθόν με άλλους πολιτισμούς, η Δύση βάδιζε ολοταχώς προς τον αφανισμό της.
Ποια ήταν τα σημάδια; Η επικράτηση του χρήματος, η κυριαρχία των ΜΜΕ, η έλλειψη πραγματικών δημιουργών σε όλους τους τομείς και η «έκλειψη» των πρωτότυπων διανοουμένων. Ο Σπένγκλερ ήταν από τους στοχαστές που διαμόρφωσαν τη «συντηρητική επανάσταση».
Είμαστε πλέον στο 2017 και δύο συγγραφείς, ιστορικοί της επιστήμης και της τεχνολογίας, η Ναόμι Ορέσκις και ο Ερικ Κόνγουεϊ, δεν ανατρέχουν στο παρελθόν για να διαγνώσουν τον κίνδυνο, αλλά ταξιδεύουν μυθοπλαστικά στο μέλλον, προκειμένου να μας προειδοποιήσουν γι’ αυτό που έρχεται.
Ποιο είναι αυτό; «Η κατάρρευση του Δυτικού Πολιτισμού» – βιβλίο από τις καλές εκδόσεις «Οκτώ». Εδώ βέβαια η απειλή δεν προέρχεται από την πολιτιστική παρακμή και τη μαυρίλα που ακολούθησε τον Μεγάλο Πόλεμο και οδήγησε τελικά στη φρίκη της δεκαετίας του 1930, αλλά από την άρνηση της πολιτικής και των ηγεσιών του πλανήτη να αντιληφθούν το μέγεθος της καταστροφής που έχει επέλθει στη φύση και στο περιβάλλον.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο έτος 2393, με έναν κόσμο αγνώριστο, αφού έχει προηγηθεί η Μεγάλη Κατάρρευση του 2093, κατά την οποία «η αποσύνθεση του στρώματος πάγου της Ανταρκτικής προκάλεσε τη μαζική μετανάστευση και την πλήρη αποδιοργάνωση της παγκόσμιας τάξης».
Ετσι, τριακόσια χρόνια μετά το μείζον αυτό γεγονός που σημάδεψε την Ανθρωπόκαινο γεωλογική περίοδο, κατά την οποία η ανθρώπινη δράση καταφέρνει να υπερκεράσει τις γεωφυσικές, γεωχημικές και βιολογικές διαδικασίες, ένας ιστορικός του μέλλοντος εξιστορεί το πώς οι κυρίαρχες ελίτ του βιομηχανικού κόσμου απέτυχαν να αντιδράσουν στην επερχόμενη καταστροφή.
Αυτό που αρνήθηκαν να παραδεχτούν, κινούμενες από ιδιοτελή κίνητρα, ήταν δύο παράγοντες: η αποτυχία της αγοράς και τα λεγόμενα «εξωτερικά κόστη», δηλαδή η ζημιά που γίνεται στον πλανήτη εξαιτίας της αναπτυξιολαγνείας και της εμμονής με τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Οι συγγραφείς μάλιστα τονίζουν τον ρόλο της εξαγορασμένης επιστήμης στην εκστρατεία άρνησης της κλιματικής αλλαγής, αφού, όπως λένε, «ένα μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκε για να χρηματοδοτήσει δεξαμενές σκέψης που προωθούσαν περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες απόψεις».
Οσο για τους πολίτες; Αυτοί «έδειξαν έναν παθητικό αρνητισμό, δεχόμενοι τα αντεπιχειρήματα που παρουσίαζαν την επιστήμη ως αναποφάσιστη» σχετικά με την ύπαρξη ή όχι της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Περιγράφουν δε το παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος «έχοντας ως πρωταρχικό στόχο να διασφαλίσει την ατομική ελευθερία, οδήγησε εν τέλει σε μια κατάσταση που απαιτούσε την εκτεταμένη κυβερνητική παρέμβαση».
Μάλιστα, ως ειρωνεία της Ιστορίας, βάζουν προκλητικά τον αφηγητή να λέει ότι σ’ αυτό το πεδίο τα κατάφερε καλύτερα η Κίνα, με την τεχνογνωσία του μαζικού ελέγχου και της καταστολής, απ’ ό,τι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες αποσυντέθηκαν.
Στο τέλος του αφηγήματος τελικά ένα φυσικό φαινόμενο επαναφέρει την ισορροπία, αφού όμως οι πληθυσμοί της Αυστραλίας και της Αφρικής έχουν εξαφανιστεί λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης. Το δυσοίωνο μήνυμα πάντως έχει περάσει σαν προειδοποίηση πριν από την κατάρρευση.