Ο Φαήλος Κρανιδιώτης διεγράφη από τη Νέα Δημοκρατία, κι επιτέθηκε στον Κυριάκο Μητσοτάκη κάνοντας λόγο για «Golden boys με συστατική του μπαμπά τους», ωστόσο, το «πνεύμα» του δεν έχει χαθεί από το στρατόπεδο της γαλάζιας παράταξης…
Η ακροδεξιά ιδεολογία του ζει και βασιλεύει σε μυαλά βουλευτών της ή μη. Στις πρόσφατες δηλώσεις, λοιπόν, του προέδρου της, αλλά και του αντιπροέδρου της, Άδωνι Γεωργιάδη, περί κλειστών κέντρων κρατήσεως προσφύγων, προστέθηκε -δια στόματος Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη- η εξής: «Δεν είμαι αρνητικός στην ιδέα της βίας για να αδειάσει η Ειδομένη…»!
Κι εγώ ο έρμος ερωτώ: Γιατί να μην τους εκτελέσουμε δια τυφεκισμού señor Βαρβιτσιώτη; Τα έχετε υπολογίσει; Μπορεί να συμφέρει οικονομικώς η δική μου πρόταση. Και αφού «καθαρίσουμε» την Ειδομένη, σας έχω και πρόταση γι’ ακόμα περισσότερη οικονομία! Κλεμμένη βέβαια, από ένα άλλο λαμπρό μυαλό. Έναν αυθεντικό λόγιο του έθνους μας…
Τον Κωνσταντίνο Πλεύρη, εκπρόσωπο της ακροδεξιάς και του φασισμού στην Ελλάδα, αρνητή του Ολοκαυτώματος και πατέρα του Θάνου Πλεύρη, βουλευτού της Νέας Δημοκρατίας. Πρότεινε, λοιπόν, να υποβάλλουμε τους πρόσφυγες σε καταναγκαστική εργασία. Τζάμπα εργατικά χέρια κύριε βουλευτά. Πώς σας διέφυγε αυτή η λαμπρή ιδέα;
Έχετε σκεφτεί, επί παραδείγματι, ότι θα μπορούσαμε να παραχωρήσουμε δωρεάν υπηρετικό προσωπικό σε όλα τ’ αθηναϊκά «τζάκια»; Καλό; Είδατε πόσες υπέροχες ιδέες υπάρχουν; Η πολιτική βούληση να υπάρχει να τις υλοποιείς. Όμως τίποτα, οι άχρηστοι ούτε λίγη φαντασία δεν διαθέτουν. Αντί να εκμεταλλευθούν τις περιστάσεις για το καλό της πατρίδος, κάθονται και μας αραδιάζουν ανοησίες περί ανθρωπισμού και άλλες τέτοιες φαιδρότητες. Σκιτζήδες παιδί μου, δεν κάνουν για τίποτα.
Εσείς άψογα τα λέτε, κι επίσης, όλοι γνωρίζουμε πως έχετε και πολύ κόσμο στο εσωτερικό του κόμματός σας, που μόνο άστοχη δεν βρίσκει τη δήλωσή σας. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια λοιπόν: Από τη μια μας ανοίγετε τα μάτια σαν καλός βουλευτής που είστε, κι από την άλλη διατηρείτε τις ισορροπίες εντός της άκρως προοδευτικής και δημοκρατικής παρατάξεώς σας. Επιτέλους να τα λέμε όλα και ν’ αναγνωρίζουμε την ποιότητα.
Καθώς, έπειτα από την αποχώρηση του αξιότιμου κ. Κρανιδιώτη, δεν σας κρύβω ότι κάτι ράγισε μέσα μας. Ένα τεράστιο κενό δημιουργήθηκε από το πουθενά (δίχως να προκαλέσει ο ανθρωπάκος), κι όλοι τις τελευταίες ημέρες αναλογιζόμασταν έντρομοι «Πώς θα καλυφθεί αυτό το κενό»; Ξέρετε τι αγωνία περάσαμε; Σας ευχαριστούμε, λοιπόν, θερμά γι’ αυτή σας τη δήλωση. Επανήλθε η καρδιά μας στη θέση της.
Τώρα γνωρίζουμε καλά, πως τίποτα δεν άλλαξε στη γαλάζια παράταξη. Υπάρχει ακόμα η εθνική υπερηφάνεια στις ψυχές ορισμένων εξ υμών, ο αληθινός πατριωτισμός, που δεν θ’ αφήσει πιθανούς λοιμούς και αναταραχές ν’ αφανίσουν τη χώρα μας. Ο Έλληνας πολίτης über alles και οι άλλοι…
Οι άλλοι… Ε, τους έκατσε η στραβή που λέμε, ωχ αδελφέ, δεν βαριέσαι τώρα; Δεν βαριέσαι αδελφέ…
«Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ»
Κώστας Χατζής
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Από τον δίσκο: Ζωντανές ηχογραφήσεις με τον Κώστα Χαζτή (1996)
Kάποιο παράθυρο έχει φως, κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα-βήμα.
Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά, με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα.
Kι εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ.
Kάποιος στην άκρη του γκρεμού, κοιτάει το τέλος του ουρανού
μονάχος του πεθαίνει.
Κάποιος στην μάχη πολεμά, η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθη του πηγαίνει.
Κι εμείς οι άλλοι μα το ναι, κάνουμε πάρτυ ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι εμείς οι άλλοι μα το ναι, κάνουμε πάρτυ ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
Έξω αστράφτει και βροντά, κάποιος διαβάτης περπατά
χαμένος μες τη μπόρα.
Κάπου δεν θα ‘χουνε ψωμί, κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτή την ώρα.
Κι εμείς χορτάτοι μα το ναι, κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι εμείς χορτάτοι μα το ναι, κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ.
Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν, σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε.
Στάσου και σκέψου μια στιγμή, πόσοι σκοτώνονται στη γη
την ώρα που γλεντάμε.
Kι εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι, βρε δεν βαριέσαι αδελφέ.
«Η Σώτια Τσώτου γεννήθηκε στις 14 Μαΐου του 1942 στη Λιβαδειά. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ, Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του, τον Σεπτέμβριο του 1943. Το μένος των Γερμανών κατά του Γιώργου Κρανιώτη τους οδήγησε και στην πυρπόληση του σπιτιού του, με αποτέλεσμα η οικογένεια του να μείνει στον δρόμο».