Γράφει ο Ανδρέας Μακρίδης
Βασική αρχή του πολιτικού συντηρητισμού, όπως τον δίδαξε το πρώτο κοινοβούλιο της νεώτερης Ιστορίας – το βρετανικό – είναι να μην συγκαταβαίνει μία κυβέρνηση σε κανένα κοινωνικό μεταρρυθμιστικό αίτημα, εάν αυτό δεν έχει πολυκαιρίσει και δεν έχει ήδη καταστεί ακίνδυνο για την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Αιτήματα όπως η μία και καθολική ψήφος, το δικαίωμα του συνδικαλισμού των εργαζομένων, η συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές, η καθολική δημόσια εκπαίδευση και υγεία, έγιναν αποδεκτά όταν πλέον η έλλειψή τους θα καθιστούσε το ίδιο το πολιτικό σύστημα της Βρετανίας μια ανορθογραφία. Στην εποχή που τέθηκαν ωστόσο, τα αιτήματα αυτά, είχαν αντιμετωπιστεί με χλεύη και με διώξεις.
Το αίτημα της απλής αναλογικής δεν είναι καινούργιο. Είναι τόσο παλιό, όσο και η άρνηση του παλαιοκομματισμού να το αποδεχθεί. Τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, εξέφραζαν την ανάγκη σκληρών κατεστημένων να κρατήσουν την κυριαρχία τους, είτε στο όνομα του πολιτεύματος, είτε στο όνομα της Πατρίδας που χρειαζόταν ισχυρές κυβερνήσεις για να τα βγάλει πέρα στους πάσης φύσεως πολέμους της. Κάποιες φορές, τα κατεστημένα έπεφταν θύματα των ίδιων τους των σχεδιασμών, όπως το ’58, όταν το Κέντρο συναίνεσε σε ένα πλειοψηφικό καλπονοθευτικό σύστημα, που στις εκλογές ανέδειξε την Δεξιά στην κυβέρνηση και την Αριστερά σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Μετά τη Χούντα, τα πλειοψηφικά συστήματα έμοιαζαν κακός αναχρονισμός. Είχε έρθει η στιγμή των ενισχυμένων αναλογικών συστημάτων, που βασικό τους στόχο είχαν την ενίσχυση της κυβερνησιμότητας και κατ’ επέκταση του πελατειακού κράτους. Σήμερα η κυβέρνηση μιλά για απλή αναλογική για κάθε κόμμα που μπαίνει στη Βουλή με κατώφλι το 3%, ενώ το ’81 η απλή αναλογική ίσχυε για όσα κόμματα ξεπερνούσαν το κατώφλι του 17% – τα υπόλοιπα καταληστεύονταν. Αλλά και μετά το ’81, όταν στην εξουσία ήρθε το ΠΑΣΟΚ που είχε υποσχεθεί “απλή αναλογική”, ο Ανδρέας σκέφτηκε πως το συμφέρον της “Αλλαγής” επέτασσε να παραμένουν τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα εκτός νυμφώνος, παρότι τουλάχιστον το ένα (ο πρόδρομος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ) ήταν άκρως συνεργάσιμο.
Μιλώντας επί της ουσίας, κάθε παραβίαση της απλής αναλογικής συνιστά παραβίαση του δημοκρατικού πολιτεύματος, έστω και με καλό σκοπό. Η παρατήρηση αυτή ωστόσο, δεν ισχύει και αντίστροφα: Η υποστήριξη της απλής αναλογικής, δεν συνιστά από μόνη της δημοκρατική ή άδολη διεκδίκηση: Πλάι στον ιδεολόγο που αναζητά στην απλή αναλογική το δικό του ιδεολογικό ειδικό βάρος, ξεφυτρώνει ο καιροσκόπος, έτοιμος να ανταλλάξει μια ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση με μερικά υπουργεία ή διορισμούς. Και όσο ο χώρος της πολιτικής στερεύει από ιδέες και προτάσεις, τόσο ο καιροσκοπισμός θεριεύει: Το Ποτάμι για παράδειγμα, επί δύο έτη εγκαλεί την κυβέρνηση ότι “εγκατέλειψε το αίτημα της απλής αναλογικής”. Σήμερα που το αίτημα γίνεται πραγματικότητα, το Ποτάμι καταψηφίζει.
Γεράσαμε ακούγοντας για απλή αναλογική, τις εποχές που οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν καυτές, τις εποχές που τμήματα ολόκληρα του λαού βρίσκονταν στη γωνία, τότε που θεωρείτο ντροπή να αλλάξεις κόμμα – πόσο δε μάλλον, όταν ήσουν πολιτικός. Σήμερα ο πολιτικός, αλλάζει παρατάξεις με την ίδια ευκολία που ο ποδοσφαιριστής αλλάζει φανέλα. Κάποιοι έχουν περάσει από δύο, τρία, μέχρι και τέσσερα κόμματα. Ποιο το νόημα της κυβερνητικής αυτής πρωτοβουλίας, και ποιον αφορά; Τι νόημα έχει η απλή αναλογική, εάν σε μία χώρα των μνημονίων, ενισχυθούνε λίγο ακόμα, κόμματα μικρά αλλά μνημονιακά; Λαμβάνεται άραγε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία από την κυβερνητική παράταξη, με την αίσθηση αυτοσεβασμού που έχει κάποιος που έμενε για χρόνια στο κυβερνητικό περιθώριο, ή μήπως επιχειρείται ο αποπροσανατολισμός του λαού απ’ τα καυτά του προβλήματα; Μήπως ο Τσίπρας έχει χάσει πλήρως την ελπίδα επανεκλογής και θέλει να εμποδίσει την Νέα Δημοκρατία να κυβερνήσει με το bonus των 50 εδρών, όπως υποστηρίζει ο Κυριάκος Mητσοτάκης;
Όλες οι απαντήσεις ίσως κρύβουν ένα μέρισμα αλήθειας. Εδώ θα αποτολμήσουμε μιαν άλλη εκτίμηση – και θα την ανιχνεύσουμε, όχι στην εκλογολογία και στις συναφείς διαβουλεύσεις, αλλά στις εξαγγελίες του Φίλη για το σχολείο της επόμενης χρονιάς.
Το σχολείο της επόμενης χρονιάς, κατά τον Νίκο Φίλη, δεν θα έχει το “πάτερ ημών”, ή το “βασιλεύ ουράνιε παράκλητε” στο προαύλιο. Δεν θα έχει μαθητικές παρελάσεις την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου. Το μάθημα των θρησκευτικών δεν θα ‘ναι το ίδιο, αλλά ένα άλλο, με ανοίγματα στην πολυπολιτισμικότητα και τον επάρατο οικουμενισμό. Οι αλλαγές αυτές δεν θα ενοχλήσουν την συντριπτική πλειοψηφία των φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι απολύτως σίγουρο πως θα αγριέψουνε τους οπαδούς του Πάνου Καμμένου, οι οποίοι είναι ήδη αγανακτισμένοι με τις διαδοχικές διαψεύσεις των εξαγγελιών του ηγέτη τους. Πώς είναι δυνατόν να σταθούν οι ΑΝΕΛ ως εταίροι σε μια κυβέρνηση που θα καταργεί τις παρελάσεις; Πώς θα σταθούν σε μια κυβέρνηση που ίσως προωθήσει τον χωρισμό της Εκκλησίας απ’ το Κράτος κατά την προσεχή συνταγματική αναθεώρηση;
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε βρει στον Πάνο Καμμένο τον ιδανικό εταίρο, τον άνθρωπο που συμβάδιζε με την κυβέρνηση σε όλα τα δύσκολα και τα μεγάλα και του εξασφάλιζε την ανοχή της λαϊκής Δεξιάς. Δεν έχει κανένα λόγο να θρυμματίσει τη συμμαχία του αυτή και να κλονίσει τη συνοχή της κυβέρνησής του χάριν του Φίλη, αν δεν σκοπεύει να πάει σε εκλογές και να αναζητήσει εκεί τις νέες του συμμαχίες, ιδίως σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά απειλήσει να του στερήσει ακόμα και τις λίγες ψήφους που τον χωρίζουν από την κατάρρευση. Αυτό θα έδινε και στον Καμμένο, την ευκαιρία να αναζητήσει την πολιτική του επιβίωση, στο επιχείρημα πως αντιτάχθηκε στους σχεδιασμούς του Τσίπρα για λόγους αρχής.
Όλα πια γίνονται, αρκεί να υπάρχει καλή θέληση και επικοινωνιολόγοι. Αφού φάγαμε το τρίτο Μνημόνιο και τις “επώδυνες αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις”, κι αφού οι Ποντέμος και τα λαϊκά μέτωπα του Νότου αποδείχθηκαν μια ακόμα “αυταπάτη”, ενδεχομένως θα κληθούμε να συμμετάσχουμε στην προσπάθεια για τη “μεγάλη αλλαγή στην Ευρώπη”, που θα γίνει “σε συμμαχία με τις πολιτικές δυνάμεις που αγωνίζονται γι’ αυτή”, τώρα που το αίτημα “έχει ωριμάσει”. Ποιες είναι οι δυνάμεις αυτές; Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, του Πιντέλα, του συμπαθούς αυτού Ιταλού με τα κόκκινα γυαλιά, που δεν φείδεται επιθέσεων κατά του ευρωπαϊκού κατεστημένου στην Ευρωβουλή – εκεί δηλαδή που οι επιθέσεις αυτές δεν έχουνε καμία σημασία. Κι ακολουθούνε πίσω απ’ τον Πιντέλα, οι γνωστοί μας σοσιαλιστές, ο κ. Ολαντρέου, ο κ. Ρέντσι, ο κ. Σουλτς, ο κ. Γκάμπριελ και ο κ. Σάντσες.
Μέχρι τώρα, υπήρχε ένα πρόβλημα: Στην Ελλάδα, οι δυνάμεις αυτές εκπροσωπούνται από το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και την ΔΗΜΑΡ. Και όλοι αυτοί, θα ήθελαν πολύ βεβαίως να αναβαπτιστούν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και να μπούνε στην κυβέρνηση, αλλά δεν τους ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ και προπαντός δεν τους ήθελαν ούτε ζωγραφιστούς οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Κάπου εκεί, εμφανίζεται ως από μηχανής θεός η απλή αναλογική, για να συμφιλιωθούμε όλοι μαζί, να Μείνουμε Ευρώπη, και να αποτρέψουμε την επάνοδο των Μητσοτάκηδων από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Θα επαληθευτούν οι προβλέψεις μας; Ευχόμαστε όχι- αλλά η νέα διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά ξεκινάει τον Σεπτέμβρη, με τη νέα σχολική χρονιά. Και τότε, μάλλον θα στηθούμε και πάλι στα τέσσερα, να τα υποδεχθούμε απλά και αναλογικά.
*Ο Ανδρέας Μακρίδης είναι δημοσιογράφος του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων