Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα την τελευταία τριακονταετία διαχωρίστηκε de facto σε δύο ταχύτητες καθώς βασιζόταν κυρίως σε έναν ισχυρό πυλώνα του δημοσίου και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας κι έναν ασθενικό πυλώνα του ιδιωτικού τομέα.
Ιδίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες τα συνδικάτα έχουν γίνει αποδέκτες μιας σφοδρής κριτικής που τα θεώρησε ως στατικούς απαρχαιωμένους οργανισμούς που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα.
Στη χώρα μας η σχετική κριτική -που δεν ήταν αβάσιμη- επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι ο συνδικαλισμός ήταν κρατικοδίαιτος και κομματικά εξαρτημένος, καθιέρωσε προνόμια και δημιούργησε διαφορισμό στις συνθήκες απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, ευνόησε τους insiders της αγοράς εργασίας σε βάρος των outsiders, πίεσε το πολιτικό σύστημα για προώθηση στενών συντεχνιακών και «ηλικιακών συμφερόντων και τη δημιουργία ευγενών ασφαλιστικών ταμείων, ενώ συχνά χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση άνομων ατομικών επιδιώξεων και αθέμιτων πολιτικών φιλοδοξιών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο συνδικαλισμός διαβρώθηκε εκ των έσω, καθώς ο κρατικός Προκρούστης και ο κομματικός Πιτυοκάμπτης, διαδραμάτισαν έναν άκρως υπονομευτικό ρόλο στο εγχείρημα δημιουργίας ενός ισχυρού και ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κινήματος. Επιπλέον, η θέσπιση ολοένα και πιο προωθημένης εργατικής νομοθεσίας -σε ευθυγράμμιση και με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δε συνδυάστηκε με την εδραίωση ισχυρών και αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου. Ενώ μέχρι το 2010 η Ελλάδα διέθετε μια από τις πιο προηγμένες εργατικές νομοθεσίες στον κόσμο, η εικόνα αυτή απείχε πολύ από την πραγματικότητα, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι παραβιάσεις του θεσμικού πλαισίου είναι στην ημερήσια διάταξη. Η απουσία αποτελεσματικών και ευέλικτων μηχανισμών ελέγχου είναι, λοιπόν, εμφανής.
Τα εργατικά συνδικάτα υπάρχουν, ακριβώς, γιατί ο μεμονωμένος εργαζόμενος διαθέτει πολύ ισχνή διαπραγματευτική δύναμη για να επηρεάσει τις αποφάσεις που σχετίζονται με την εργασία τους Το σπουδαιότερο πλεονέκτημα για την ένταξη σε ένα εργατικό συνδικάτο είναι ότι ο εργαζόμενος αποκτά την δυνατότητα να έχει φωνή και επιρροή στο εργασιακό του περιβάλλον, να προστατεύσει και να βελτιώσει την αμοιβή του και τις συνθήκες απασχόλησης.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε μονάδες παραγωγής όπου υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση οι εργαζόμενοι συνήθως αμείβονται καλύτερα και είναι λιγότερο πιθανό να απολυθούν σε σχέση με τους χώρους όπου δεν δραστηριοποιούνται συνδικάτα.
Επειδή ακριβώς το τοπίο της αγοράς εργασίας χωρίς τα εργατικά συνδικάτα ή όποιον άλλον μηχανισμό εκπροσώπησης των εργαζομένων φέρει το μέλλον θα είναι εξαιρετικά αφιλόξενο για τον μεμονωμένο εργαζόμενο, ελπίζω πως η ανάγκη για συλλογική δράση και συσσωμάτωση θα γίνει περισσότερο αντιληπτή από τους μισθωτούς στο μέλλον. Ακόμη κι αν τα ελληνικά συνδικάτα βρίθουν αδυναμιών, ακόμη κι αν μπορούν να καταλογιστούν πολλά σε πρόσωπα και καταστάσεις που παρεισέφρησαν στη συλλογική έκφραση των μισθωτών την τελευταία τριακονταετία, το μέγα ερώτημα είναι πώς θα διαμορφωνόταν το τοπίο στην αγορά εργασίας χωρίς έναν μηχανισμό υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων.
Σήμερα που κλονίζονται τα ιερά και τα όσια της εργασίας, η χώρα έχει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την ανάγκη ενός ισχυρού εργατικού συνδικαλισμού, που όμως θα είναι απαλλαγμένος από τις κακοδαιμονίες του παρελθόντος και θα μπορεί να συμμετέχει ως αξιόπιστος συνομιλητής στις εθνικές και τις ευρωπαϊκές διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου.
Αναφορικά με το ρόλο της στην υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις ανά τον κόσμο στις οποίες τα εργατικά συνδικάτα αποτέλεσαν ανάχωμα στον ολοκληρωτισμό και προάσπισαν τον κοινοβουλευτισμό καθώς και μορφές της κοινωνικής δημοκρατίας.
Τα συνδικάτα νέου τύπου οφείλουν να προσανατολιστούν πολύ λιγότερο στη διατήρηση συντεχνιακών επιδιώξεων και μικροσυμφερόντων και να αναπροσανατολιστούν στην προσφορά υπηρεσιών προς τα μέλη τους όπως είναι η νομική αντιπροσώπευση και προστασία, η πληροφόρηση, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η ιατροφαρμακευτική κάλυψη κ.α.
Επίσης η προσέγγιση των εργαζομένων με νέους τρόπους (συνδικαλισμός της γειτονιάς, εμπλοκή σε δράσεις κοινωνικής οικονομίας κ.λπ.) και η χρήση σύγχρονων εργαλείων όπως τα social media μπορεί να προσδώσει προστιθέμενη αξία στη συνδικαλιστική οργάνωση.
Αν το συνδικαλιστικό κίνημα θέλει να οργανώσει το νέο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα των Μνημονίων θα πρέπει να μεταρρυθμίσει την ατζέντα και τις θεσμικές του πρακτικές για να συναντήσει τις ανάγκες των εργαζομένων στον ολοένα και διογκούμενο τριτογενή τομέα, δηλ. στις εταιρίες φύλαξης και καθαρισμού, τα εστιατόρια, τα εμπορικά καταστήματα τα ξενοδοχεία, τις κλινικές και τα γραφεία.