Του Χρήστου Λιάσκου *
Λέμε συχνά πως από την τρομερή κρίση, που βιώνουμε χρόνια τώρα, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού έχει υποστεί μεγάλη βλάβη.
Η κρίση έτσι αντιμετωπίζεται ως εθνική συμφορά που μας αφορά όλες και όλους, ως περίπου αδιαφοροποίητη συλλογικότητα. Είναι η χώρα που έχει πληγεί βάναυσα και όχι κάποιο μέρος της.
Ή, για να το πω διαφορετικά, πλούσιοι και φτωχοί, εργοδότες και μισθωτοί, μικρομεσαίοι κι άνεργοι κατά βάση μοιραζόμαστε την κοινή κακή τύχη της πατρίδας.
Ισως όχι ισόποσα, σίγουρα όμως όλοι πολύ δραστικά. Οι μόνοι που ξέφυγαν είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό, κλάσμα της εκατοστιαίας μονάδας: αυτοί που, στη διαχρονική αργκό μιας ορισμένης Αριστεράς, αποτελούν τις περίφημες «200 οικογένειες», τα «μονοπώλια».
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Είναι αλήθεια ότι το σύνολο σχεδόν των συνελλήνων μοιράζεται μια παρόμοια, ως προς τα ουσιώδη, μοίρα; Ισχύει πως τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων είχαν ανάλογη επίδραση στη ζωή του συνόλου σχεδόν των ανθρώπων στην Ελλάδα; Ας το δούμε λίγο καλύτερα.
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε αυτό που συνέβη τα εφτά τελευταία χρόνια στη γαλάζια μας πατρίδα, πέρα και πάνω από τους αριθμητικούς δείκτες, ο καλύτερος τρόπος είναι να εντοπίσουμε το κεντρικό σημείο της κοινωνικής αναδιαμόρφωσης που επιτεύχθηκε.
Που δεν είναι άλλο από το γεγονός πως η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε έναν αληθινό εργοδοτικό παράδεισο. Το διευθυντικό δικαίωμα είναι πρακτικά απόλυτο και ο εργοδοτικός δεσποτισμός σύντροφος των εργαζομένων στο σύνολο της καθημερινότητάς τους.
Η κοινωνική μηχανική, που εφαρμόστηκε με την εγκαθίδρυση του μνημονιακού καθεστώτος, έχει καταστρέψει κάθε θεσμό προστασίας των μισθωτών, συλλογικές διαπραγματεύσεις, αποζημιώσεις και διαιτησία.
Η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων –μόλις το 6% των μισθωτών έχει μεικτό μισθό πάνω από 1.300 ευρώ, το 50% βρίσκεται κάτω από τα 800- αφαίρεσε τη δυνατότητα, ακόμη και των πιο «θαρραλέων», στην ατομική αντίδραση απέναντι στην πανταχού αυθαιρεσία των αφεντικών.
Κυρίως όμως η ανεργία, σε ποσοστά ευλογημένα για το κεφάλαιο, ξένο και ελληνικό, μεγάλο, μεσαίο και μικρό, ακυρώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ευκαιρίες συλλογικής αντίστασης.
Αν κάτι, λοιπόν, κατεξοχήν συνέβη αυτά τα χρόνια είναι το γεγονός πως οι εργοδότες μας έγιναν πραγματικά αφεντικά. Δεν διαφεντεύουν μόνο το οκτάωρο, αλλά ολόκληρη τη ζωή. Δεν έχουν στη διάθεσή τους εργάτες, παρά σχεδόν σκλάβους.
Ετσι, δεν είναι τυχαίο ούτε σύμπτωμα της κρίσης πως, πέρα από τους εκατοντάδες χιλιάδες αμειβόμενους με χαρτζιλίκι ή τους ακόμη περισσότερους, που πληρώνονται για μερική απασχόληση αλλά δουλεύουν περισσότερο και από οκτάωρο, υπάρχουν και περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι που δουλεύουν αλλά δεν πληρώνονται, παρά μόνο αν και όποτε θελήσει ο εργοδότης.
Θα πει, βέβαια, κάποιος: Εντάξει, αλλά οι μικρομεσαίοι εργοδότες; Αυτοί δεν έχουν πληγεί; Δεν έχει σαφώς επιδεινωθεί η κατάστασή τους; Ε, λοιπόν, η απάντηση είναι πως όχι.
Τα «μικρά» αφεντικά, που επιζούν της κρίσης, βρίσκονται συχνότατα σε καλύτερη από πριν μοίρα.
Εχοντας κανιβαλίσει τους ανταγωνιστές τους, που εκκαθαρίστηκαν, και εκμεταλλευόμενοι τη ζήτηση, που δεν ικανοποιείται πλέον από τους πτωχευμένους, «ανοίγουν» την πελατεία και τις δουλειές τους.
Κάνοντας, με τον πιο ακραίο τρόπο, χρήση των μνημονιακών αντεργατικών ωφελημάτων αυξάνουν τον βαθμό εκμετάλλευσης σε επίπεδα ασύλληπτα υπό «κανονικές συνθήκες».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην πρόθεση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η βασική αντίδραση ήρθε από τις οργανώσεις των μικρομεσαίων εργοδοτών και όχι από τα «μονοπώλια».
Και δεν είναι αμελητέο να σημειωθεί πως οι παραμένοντες στην «αγορά» είναι και οι χειρότεροι κοινωνικά επιχειρηματίες, στο μέτρο που αυτοί που κανιβαλίστηκαν συχνά είναι όσοι τηρούσαν τις εργασιακές, ασφαλιστικές και φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Τα αφεντικά, λοιπόν, είναι ίδια και χειρότερα. Και οποιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης των κοινών τους συμφερόντων με τους μισθωτούς και τους ανέργους μπροστά στην «εθνική συμφορά» δεν είναι παρά εξώθηση σε «κοινή πορεία» της παρθένας με τον σατανά, με εύκολα προβλέψιμο αποτέλεσμα.
Οταν δε συμβαίνει από πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, το πράγμα γίνεται σχεδόν γκροτέσκο.
Τα αφεντικά είναι ίδια, όχι εξαιτίας της ηθικής τους ποιότητας. Αυτή είναι συνέπεια. Ο κύριος λόγος είναι οι καταναγκασμοί του συστήματος. Το καπιταλιστικό παιχνίδι έτσι παίζεται.
Οποιος δεν ικανοποιεί τους κανόνες του δεν έχει τύχη και θα βρεθεί γρήγορα απλός και πολυτραυματίας θεατής.
Η βελτίωση συνεπώς της κατάστασης για την εργαζόμενη και εκμεταλλεύσιμη κοινωνική πλειοψηφία μόνο μέσα από σκληρή ταξική σύγκρουση, αποφασισμένη να πάρει τα ρίσκα για να κατοχυρώσει και τις ευκαιρίες, μπορεί να έρθει.
Γι’ αυτό η μάχη για τα εργασιακά, που ανοίγει σε λίγες μέρες ξανά, με πρωτοβουλία και πάλι των ήδη προκλητικά ευνοημένων, είναι η μάχη των μαχών.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως έχει… κόκκινες γραμμές. Μακάρι, αλλά δύσκολα θα γίνει πιστευτή. Οχι μόνο εξαιτίας της εν γένει πολιτείας της, αλλά και γιατί το 3ο Μνημόνιο με σαφήνεια καθορίζει πως αποκλείεται η «επιστροφή στις προ μνημονίων ρυθμίσεις, ως ασύμβατες με τη βιώσιμη ανάπτυξη» (sic).
Κυρίως, όμως, γιατί το είπε καθαρά ο πρωθυπουργός στην καλοκαιρινή συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ: «Το γεγονός πως η ελληνική οικονομία έχει συμπιεστεί τόσο πολύ […] και έχουμε υποστεί μια σημαντική εσωτερική υποτίμηση μπορεί να δώσει σημαντικές ευκαιρίες επενδύσεων». Κοινώς, το πάρτι συνεχίζεται!
* οικονομολόγος-εκπαιδευτικός