Αναμφίβολα, η απόφαση του ελληνικού λαού την 5η Ιουλίου του 2015, αποτελεί ιστορικό γεγονός για τη χώρα μας και δη ιδιαιτέρας βαρύτητος. Οι κοινωνικοί και οικονομικοί αναλυτές του μέλλοντος, έχουν πάντοτε την τύχη να εξετάζουν τα πράγματα ψύχραιμα και να βγάζουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για το καθετί. Οι άνθρωποι που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις, κρίνουν με διαφορετικό τρόπο τα εκάστοτε δεδομένα. Πολλώ δε μάλλον, όταν διακυβεύεται το ισχυρότερο αίσθημα στη φύση: η ελπίδα!
Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί ν’ αδικήσει τον πολίτη, που εναντιώθηκε στους απεχθείς όρους, τους οποίους ήθελαν να μας επιβάλλουν οι ξένοι τοκογλύφοι, όταν απογοητεύθηκε βλέποντας το “Όχι” του να μετατρέπεται σε “Ναι”. Διότι ένιωσε να του μπήγουν ένα μαχαίρι στο στήθος· να του κλέβουν από τα χείλη το τραγούδι. Εκείνο που έλεγε δύο ημέρες νωρίτερα στο Σύνταγμα, μαζί με τόσους χιλιάδες ακόμα…
Όχι, ίσως αυτό το δημοψήφισμα να μην έπρεπε να γίνει. Μάλλον δεν έπρεπε να γίνει. Δικαίως τα συλλογίζεται κανείς αυτά και τόσα άλλα και σίγουρα εκείνος ο τυχερός ιστορικός του μέλλοντος θα τα βάλει όλα σε τάξη, ωστόσο, νομίζω πως έχουμε κι εμείς τη δυνατότητα να καταγράψουμε μία και μόνο χούφτα αλήθειες και ας βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα. Μπορούμε, δηλαδή, παρά τις πίκρες που ζήσαμε και τις αναρίθμητες δυσκολίες που ζούμε, να πούμε τα εξής: Φυσικά και το δημοψήφισμα ήταν σ’ έναν βαθμό ασαφές, αλλά μας είχαν διευκρινίσει ότι το “Όχι” θ’ αποτελούσε διαπραγματευτικό χαρτί.
Στη διαπραγμάτευση, λοιπόν, υπάρχουν δύο και όχι ένας. Η μία πλευρά ήταν αδιάλλακτη, ήτοι δεν σεβάσθηκε την απόφαση του λαού, μιας χώρας μέλους της Ε.Ε. και της Νομισματικής της Ένωσης. Δικαίως, λοιπόν, κρίνουμε αρνητικά τη μετέπειτα υπογραφή του μνημονίου, όμως θα πρέπει ν’ αναλογισθούμε, όχι μόνον ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της κυβέρνησης απέναντι στο τελεσίγραφο των ξένων, αλλά και ποια θα ήταν η δική μας στην αντίθετη περίπτωση.
Τα ερωτήματα, δηλαδή, που γεννούνται, είναι και τα εξής: Ήμασταν έτοιμοι; Επί παραδείγματι, θα θέλαμε ν’ ακολουθήσει ένα δεύτερο δημοψήφισμα; Θα επιλέγαμε σε αυτό το ενδεχόμενο την ευθεία ρήξη με την -αν μη τι άλλο- σκληρή και αδιάλλακτη Ευρώπη; Σχεδόν άπαντες αναθεμάτιζαν για την αδιαμφισβήτητα κακή εξέλιξη των πραγμάτων, ωστόσο, λίγοι ήμασταν αυτοί που διετίθεμεν ν’ απαντήσουμε με ακόμα ένα “Όχι” στο τελεσίγραφο των ξένων. Και κακά τα ψέματα, τέτοιου είδους δεδομένα η κάθε κυβέρνηση τα γνωρίζει.
Επιπλέον, η εν λόγω απαξίωση της ετυμηγορίας του λαού (επαναλαμβάνω) ενός κράτους – μέλους της Ε.Ε. και της Νομισματικής της Ένωσης, θεωρώ πως συνετέλεσε στις μετέπειτα εξελίξεις στην ήπειρο. Αποτέλεσε το τράβηγμα ακόμα μίας κλωστής, στο ξήλωμα του πουλόβερ εκείνης της Ευρώπης, που δεν λογαριάζει λαούς, δεν αναγνωρίζει κυβερνήσεις και δεν οπισθοχωρεί ούτε χιλιοστό, εάν αυτό δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένα συστημικά συμφέροντα. Συμφέροντα των ισχυρών, οι οποίοι σήμερα αποδομούν την Ένωση, αδιαφορώντας για το αύριο.
Έχω αναφέρει το -κατά την άποψή μου- κυριότερο λάθος της κυβέρνησης, εντός του τελευταίου ενάμιση χρόνου και σίγουρα τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού άφησαν και σ’ εμένα μιαν εξαιρετικά δυσάρεστη γεύση. Μιαν ευκαιρία χάθηκε και στην ιστορία πολύ σπάνια σου δίδεται δεύτερη. Όμως, εάν θέλουμε η ζυγαριά μας, εκείνη που αποδίδει το δίκαιο σε καθετί, να είναι απολύτου ακριβείας, οφείλουμε να είμαστε ψύχραιμοι. Σαν κάποιος που έχει την τύχη να κρίνει θωρώντας μας από το μακρινό μέλλον. Και ας βιώνουμε στο πετσί μας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, τις συνέπειες της κάθε απόφασης, που πάρθηκε για εμάς… χωρίς εμάς.