Mήνυμα στους δανειστές έστειλε ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ).
“Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα που απαιτούν κάποιοι από τους εταίρους μας δεν μπορεί να είναι αλά καρτ” τόνισε.
Επεσήμανε ότι “δεν μπορεί να λέμε ναι στις μεταρρυθμίσεις και στα μέτρα και όχι στο χρέος. Δεν γίνεται να θέλουμε και την πίτα ακέραιη και το σκύλο χορτάτο», σημείωσε με νόημα ο πρωθυπουργός.
«Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μια μοναδική περίπτωση οικονομικής εξισορρόπησης. Το αναγνωρίζουν όλοι οι εταίροι μας και αυτό δικαιώνει ηθικά το αίτημά μας για μια δίκαιη λύση στο ζήτημα του ελληνικού χρέους. Τηρήσαμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας και προσδοκούμε από τους εταίρους να σεβαστούν επιτέλους τις θυσίες του ελληνικού λαού με μια συνολική συμφωνία που θα βγάζει τη χώρα από την ομηρία και την εκκρεμότητα. Μόνο έτσι θα αρθεί οριστικά η αβεβαιότητα γύρω από την ελληνική οικονομία και θα σταλεί στη διεθνή επενδυτική κοινότητα το μήνυμα ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην κανονικότητα. Επιπλέον, μια σαφής λύση με χρονικό βάθος θα δημιουργήσει τον καθαρό δημοσιονομικό δρόμο που θα επιτρέψει μια πιο επεκτατική αναπτυξιακή πολιτική και στοχευμένες, προωθητικές φοροελαφρύνσεις», είπε ο Α. Τσίπρας.
«Θέλω, όμως, να είμαι πολύ σαφής ως προς τις δίκαιες διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς σε αυτή την πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση. Δεχτήκαμε να νομοθετήσουμε την αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για το 2019 – 2020 ώστε να καλυφθεί η μια από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει το ΔΝΤ για τη συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα», συνέχισε.
«Και ξέρετε βεβαίως ποια είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα υλοποιηθούν μετά τη λήξη του προγράμματος. Και τώρα είναι καθήκον της Ευρώπης να ικανοποιήσει αυτή τη συνθήκη», διευκρίνισε ο πρωθυπουργός.
Για τους λόγους που δεν στάθηκε εφικτή μια συνολική συμφωνία στη συνεδρίαση του EG είπε: «Υπήρξε μια προσπάθεια να προωθηθεί και πάλι μια θολή λύση. Μια λύση μετάθεσης του προβλήματος. Μια λύση που δεν αντιστοιχούσε στο οικονομικό κλίμα, στα δημοσιονομικά αποτελέσματα της ελληνικής οικονομίας αλλά ούτε και στις θυσίες του ελληνικού λαού. Μια λύση που δεν έδινε οριστικό τέλος στις αμφιβολίες για τη συμμετοχή ή μη του ταμείου. Διότι εμπεριείχε μεν μια πρόταση ρύθμισης του ελληνικού χρέους αλλά αυτή δεν ήταν αρκετή. Και δεν ήταν αρκετή κυρίως διότι έδινε πάτημα για τη συνέχιση της επαμφοτερίζουσας στάσης του Ταμείου. Και να τονίσω εδώ: δεν ήμασταν μόνο εμείς που δεν θεωρήσαμε αυτή την πρόταση αρκετή. Ήταν και πολλοί από τους εταίρους μας. Διότι είναι πολλοί εκείνοι που αναγνωρίζουν ότι αυτή η ασάφεια δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη χρειάζονται αυτή τη στιγμή μια καθαρή λύση. Μια λύση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επιλύει το γόρδιο δεσμό».
«Και από τη δική μας πλευρά προτείνουμε μια καθαρή διέξοδο: Μια πρόταση ρύθμισης του ελληνικού χρέους που θα αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Για την Ελλάδα, για τη Γερμανία, για το Ταμείο, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΖ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και σε αυτή την προσπάθεια δεν γίνεται παρά να απαιτούνται υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές. Εμείς έχουμε κάνει τις δικές μας. Τώρα είναι η ώρα και για τη Γερμανία και για το Ταμείο να κάνουν τις δικές τους. Και έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι στις τρεις εβδομάδες που απομένουν όλοι θα αρθούν στο ύψος της περίστασης και θα κάνουν ό,τι χρειάζεται ώστε επιτέλους μετά από μια επταετία να ανοίξει για τα καλά ο δρόμος για την έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία. Και αυτό το δικαιούται η χώρα μας», σημείωσε ο Α. Τσίπρας.