Σοβαρές διαστάσεις λαμβάνει η Κεντρική Παιδική Παχυσαρκία στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, η οποία ανακοίνωσε τα στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες και εκείνες τις φυσικής δραστηριότητας που μπορεί να προστατεύουν από την εμφάνιση του φαινομένου.
Ως κεντρικού τύπου παχυσαρκία στα παιδιά ορίζεται η συγκέντρωση σωματικού λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία λόγω της φλεγμονώδους φύσης του κοιλιακού λίπους μπορεί να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους στην υγεία. Τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι η κεντρική παιδική παχυσαρκία αποτελεί ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου – σε σχέση με τη «γενική» παιδική παχυσαρκία – κυρίως για διαταραχές του μεταβολισμού και καρδιομεταβολικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων του σακχαρώδους διαβήτη και των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε παιδιά.
Σε μεγάλη πανελλαδική επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εθνικής έρευνας για τη διατροφή & φυσική άσκηση προσδιορίστηκε ο επιπολασμός, αλλά και η σχέση των Διατροφικών Συνηθειών και της Φυσικής Δραστηριότητας με την Κεντρική Παιδική Παχυσαρκία. Η συγκεκριμένη εργασία διενεργήθηκε από ερευνητική ομάδα του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου με ευθύνη του διατροφολόγου κ. Δημήτρη Γρηγοράκη και επικεφαλής τον Καθηγητή κ. Λάμπρο Συντώση. Δημοσιεύθηκε στο έγκυρο διεθνές περιοδικό European Journal of Nutrition.
Σε ένα μεγάλο πανελλαδικό δείγμα 124.133 μαθητών (49,2% κορίτσια), τα οποία φοιτούσαν στην 3η (49.2%) και 5η τάξη (50.8%) των δημοτικών σχολείων της Ελλάδας (~91% των συνολικών μαθητών) με μέση ηλικία 9,9±1,1 έτη, προσδιορίστηκαν οι συνήθειες του τρόπου ζωής (διατροφική συμπεριφορά και φυσική δραστηριότητα) που σχετίζονται με την κεντρική παιδική παχυσαρκία.
Η κεντρική παιδική παχυσαρκία αξιολογήθηκε με τον δείκτη WHtR (λόγος της Περιμέτρου Μέσης / ύψος) και βρέθηκε ότι το ποσοστό των παιδιών που πληρούν το κριτήριο για κεντρικού τύπου παχυσαρκία αυξάνεται με την αύξηση στην κατηγορία του ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος.
Τα αποτελέσματα από την ανάλυση πολλαπλής λογαριθμιστικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι η συχνότητα κατανάλωσης πρωινού, η ποιότητα του πρωινού, η συχνότητα κατανάλωσης μικρογευμάτων και η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, σχετίζονταν σημαντικά με την πιθανότητα παιδικής κεντρικής παχυσαρκίας, σε αντίθεση με την ποιότητα των μικρογευμάτων, το «γρήγορο» φαγητό και την κατανάλωση αναψυκτικών.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά που καταναλώνουν πρωινό γεύμα ≥4 φορές την εβδομάδα (σε σύγκριση με <4 φορές), εκείνα που καταναλώνουν πρωινό υψηλής ποιότητας (σε σύγκριση με ένα πρωινό που περιλαμβάνει μόνο γάλα), εκείνα που συνήθως καταναλώνουν δύο ενδιάμεσα μικρογεύματα (σε σύγκριση με εκείνα που δεν καταναλώνουν ενδιάμεσα μικρογεύματα) και εκείνα που καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά σε καθημερινή βάση (σε σύγκριση με τη λιγότερο συχνή κατανάλωση) εμφάνιζαν κατά 28%, 6%, 30% και 5% μικρότερη πιθανότητα, αντίστοιχα, να είναι κεντρικά παχύσαρκα. Σε σχέση με τη σωματική δραστηριότητα τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά που συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες ή ενεργό παιχνίδι ≥3 ημέρες την εβδομάδα (σε σύγκριση με <3 ημέρες) έχουν αντίστοιχα, κατά 8% και 12% χαμηλότερες πιθανότητες κεντρικής παχυσαρκίας. Επίσης, εκείνα που ασκούν καθιστικές δραστηριότητες ≥4 ημέρες την εβδομάδα (σε σύγκριση με <4 ημέρες) εμφανίζουν 10% περισσότερες πιθανότητες να είναι κεντρικά παχύσαρκα . Σύμφωνα με τη δοκιμή Wald, η υψηλή συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος ενδιάμεσων μικρογευματιδίων , καθώς και υψηλή συχνότητα συμμετοχής σε καθιστικές δραστηριότητες, ήταν οι τρεις πιο σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες της κεντρικής παχυσαρκίας, μετά από προσαρμογή για όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής.
Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της παρούσας έρευνας συγκαταλέγεται το υψηλό δείγμα των παιδιών που χρησιμοποιήθηκε και το οποίο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν μελετηθεί στη χώρα μας. Η συγκεκριμένη μελέτη επίσης είναι μία από της πρώτες στον ελλαδικό χώρο που ερευνά διεξοδικά τη σχέση των διατροφικών συνηθειών, της φυσικής δραστηριότητας με την κεντρική παιδική κεντρική παχυσαρκία. Αντίθετα, ως επιδημιολογική μελέτη διέπεται από τους περιορισμούς των μελετών παρατήρησης, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας αιτιολογικών σχέσεων και της δυνατότητας γενίκευσης των αποτελεσμάτων.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας δείχνουν ότι σε συνέχεια των υψηλών ποστοστών της «γενικής» παχυσαρκίας στα παιδιά που παρουσιάζει η χώρα μας, ο επιπολασμός της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ υψηλός μεταξύ των ελλήνων μαθητών. Σε ορισμένες συνήθειες του τρόπου ζωής των παιδιών όπως είναι η συχνότητα λήψης πρωινού γεύματος και κατανάλωσης μικρογευματιδίων, μαζί με το βαθμό συμμετοχής σε καθιστικές δραστηριότητες, θα πρέπει να δοθεί απαραίτητη προσοχή ώστε να αποτελέσουν συστατικά στρατηγικών παρεμβάσεων της πολιτείας με στόχο την πρόληψη της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας, προς όφελος της δημόσιας υγείας.
*Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη της εταιρείας NESTLE.