Ένα τραγούδι και μια αφήγηση από τις μουσικοσυνθέτριες Αρετή & Ιωάννα Σπανομάρκου…
“Άνεργος.
Αβοήθητος, απελπισμένος, άπραγος, ανήμπορος, αγέλαστος.
Νιώθοντας όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μαζεμένα.
Κι άλλα τόσα που νιώθω, μα διστάζω να τα πω.
Βλέποντας έναν κόσμο άδικο, αδιάφορο, ανόητο και απαράδεκτο.
Κι αν ζητάς τη συμβολή τους, σου λένε ύστερα, ύστερα, και μετά πάλι ύστερα.
Αυτός είναι ο κόσμος. Που όταν τους ευεργετείς σε χαίρονται, μα όταν τους ζητάς τη χάρη εσύ, τρέχουν να κρυφτούν, να μην σε συναντήσουν.
Αυτός είναι ο κόσμος.
Μα δεν πτοείσαι.
Δουλειά δεν βρέθηκε ποτέ έτσι με την πρώτη. Έτσι εύκολα πόσο μάλλον!
Στις δυνάμεις σου θα στηριχθείς, κι όχι στων αλλωνώνε.
Κι έτσι, ξεκινάς για τον μεγάλο δρόμο.
Χίλιες πόρτες κι αν χτυπάς, ούτε μια τους δεν ανοίγει. Τίμιος ο χτύπος σου. Χτυπάς ξανά. Δεν απαντούν. Χτυπάς εδώ, χτυπάς εκεί, χτυπάς αλλού, κι άμα τύχει κι ανοίξει καμιά πόρτα, σαστισμένος κοιτάς, να φεύγουνε σκυφτοί μαζί σου κι άλλοι. Και χτυπάτε μαζί τις νέες πόρτες. Και το νιώθεις, μειώνεται η ενέργειά σου, πέφτει το κουράγιο σου.
Μα εσύ δεν πτοείσαι.
Δεν εγκαταλείπεις.
Αναδιοργανώνεσαι και συνεχίζεις.
Χτυπάς με σθένος, με όλη την ορμή της νιότης που σε διακατέχει. Με όλη την όρεξη για εργασία. Σκέφτεσαι το μέλλον σου, την καλή σου, το σπίτι σας, την ευτυχία σας. Ελπίζεις μέσα σου πως θα τα βάλεις όλα σε μια τάξη, λίγο λίγο κάθε φορά, ένα ένα με τη σειρά. Πως θα χτίσεις μια ζωή που θα ‘στε μαζί, για πάντα ασφαλείς, ανέμελοι, αξιοζήλευτοι, αξιοσέβαστοι. Εσύ, κι αυτή, και οι δικοί σου ανθρώποι, μέσα στα ατελείωτα όνειρά σου.
Χτίζεις μια πυραμίδα από όνειρα, κι ενισχύεται το είναι σου και παίρνεις δύναμη και συνεχίζεις ακάθεκτος.
Μα σε όλο αυτό το τρέξιμο, κάποια στιγμή στερεύει η ενέργειά σου. Το στομάχι σου σε σταματά διαμαρτυρόμενο, σαν στρατηγός φασίστας, και σου ζητά να το ταΐσεις, μα δεν υπάρχει τίποτε που να μπορείς να κάνεις γι’αυτό.
Το μυαλό παίρνει στροφές εκτάκτου ανάγκης για να επιβιώσει. “Θα γραφτούμε παίδες στο ταμείο ανεργίας”, και βρέθηκε προσωρινά η λύσις. Τα πόδια συμφωνούν. Ταλαιπωρημένα περισσότερο απ’ όλους σ’ αυτή την περιπέτεια τόσον καιρό, λογικό είναι κι έχουν αγανακτήσει. Κι εφόσον τ’ αποφασίσαμε, για λίγο καιρό τη βγάζουμε σταράτα. Το στομάχι χαίρεται και η καρδιά ευφραίνεται. Και κάπως έτσι χορτάτα, περνούν οι μέρες.
Κι εσύ περιμένεις.
Περιμένεις, περιμένοντας.
Ίσως και ν’αποδώσουν καρπούς τα τρεξίματα και τα μέσα που έβαλες για να τα καταφέρεις. Μην έχοντας και τι άλλο να κάνεις, στέκεσαι συνεχώς απάνω απ’το ακουστικό. Μα το τηλέφωνο βουβό. Μήνυμα δεν παίρνεις ούτε ένα, και περνάν οι ημέρες. Μα εσύ δεν έχεις πρόβλημα!..
Προσωρινά…!
Αναρωτιέσαι κάποια στιγμή κάποτε, τι σπούδασα, τι έκανα, τι έχασα, ποιοι τα κατάφεραν, ποιοι δεν σπούδασαν, πότε θα βρεις κι εσύ κάτι, ένα έστω, ένα λιγάκι, ένα μικρούλι οτιδήποτε. Για να μην πεινάς και τρως ψωμί με προσωρινή βοήθεια, αλλά να πεινάς αξιοπρεπώς και να τρέφεσαι με την αξία σου. Επειδή τα κατάφερες, επειδή είσαι ικανός.
Και συνεχίζεται αυτή η βουβή καθημερινότητα, κι επαναλαμβάνεται συνεχώς. Είτε τρέχεις μήπως κάτι καταφέρεις, είτε περιμένεις. Τρέχεις, περιμένεις. Τρέχεις, περιμένεις. Τρέχεις, περιμένεις, κουράζεσαι, απογοητεύεσαι.
Κι αυτή η κοινωνία που βρίσκεται όταν τη χρειάζεσαι; Τι κάνει όταν υποφέρεις; Πού είναι η μέριμνα, πού είναι η κρατική φροντίδα, πού είναι όλοι οι ευθυνόφοβοι τέλος πάντων; Ποιος φταίει για την κατάντια μας; Ζώντας σε μια κοινωνία ακατάδεκτη, απρόσωπη, ανίκανη, αναίσθητη, αμέτοχη, αηδιάζω βρίζοντας.
Ξεσπώ.
Και στη συνέχεια κλαίω.
Αυθόρμητα, ανεξέλεγκτα, απελπισμένα, που έμεινα στ’αζήτητα.
Κλείνομαι στον εαυτό μου παρέα με τις ενοχλητικές σκέψεις μου, που δεν μ’αφήνουν ούτε τις νύχτες να κοιμάμαι ήσυχος. Και ξαγρυπνισμένος κάθε πρωινό, συνεχίζω να αναρωτιέμαι μες στη μοναξιά μου τι πήγε στραβά κι είμαι ακόμα σ’αυτή την κατάσταση τόσον καιρό, και χειρότερα. Και κλείνομαι όλο και περισσότερο μέσα στο σπίτι. Και ξεσυνηθίζω. Και πιάνω τον εαυτό μου να τα καταδέχεται πλέον όλα, αδιαμαρτύρητα. Κι αργά αργά μετατρέπομαι σε αδέκαρο, αδούλευτο, αλλοιωμένο, ανάξιο, αδρανή, άλαλο, αγύμναστο, αγριωπό, αγνώριστο τύπο.
Άνεργος κι εξουθενωμένος.
Βράζουν τα μέσα μου!
Μα ακόμα εδώ, αβοήθητος κι ανήμπορος…
* Το κείμενο των μουσικοσυνθετριών/στιχουργών Αρετής&Ιωάννας Σπανομάρκου, είναι από το νέο τους πολιτικό-κοινωνικο δίσκο, με τίτλο «Ελλάς, πολιτική κρατούμενη». Η αφήγηση έχει τίτλο “Βράζουν τα μέσα μου” και στο δίσκο την ακούμε από τα χείλη του Γιάννη Σταματίου, ενώ ακολουθεί πάνω στο ίδιο θέμα, το τραγούδι τους «Ποντικότρυπα» με την ερμηνεία του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη.