Της Νόρας Ράλλη
Εντάξει. Όλοι το λέμε, όλοι μας το ‘λεγαν, αλλά πού να το περιμένω ότι θα το βρω πράγματι μπροστά μου;
«Να ακούς. Γιατί ό,τι μαθαίνεις μπροστά σου θα το βρεις. Τίποτα δεν πάει χαμένο» θυμάμαι να μου λεν δασκάλοι, γιαγιάδες και φίλοι.
Πού και πού το ξεφουρνίζω κι εγώ, όταν θέλω να εμφανιστώ ως «γριά σοφή κουκουβάγια».
Ελα, όμως, που η ζωή παραφυλάει και με κάνει να νιώθω σαν κουκουβαγιόπλο (που λέμε και στην Ηπειρο), που παρότι έχει βγάλει μόλις τρία πούπουλα, νομίζει πως μπορεί να «σκίσει τους αιθέρες».
Και φυσικά, το μόνο που καταφέρνει είναι να πέσει και να φάει τα μούτρα του.
Μην ανοίξουμε τώρα κουβέντα για το πόσα τέτοια καρούμπαλα μετράω καθημερινά στο, κατά τ’ άλλα, κομψότατο κεφαλάκι μου.
Συμφέρον (της γράφουσας) είναι να παραμείνουμε, προς το παρόν, στο γεγονός αυτό καθεαυτό: όταν νομίζεις πως πολλά γνωρίζεις, λίγα τελικά κομίζεις.
Το ζήσαμε, το ζούμε, το μάθαμε. Και είμαστε εδώ ολόκληροι, με τα λάθη μας να μας το ξαναθυμίζουν κάθε μέρα.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν μαθαίνει μόνο από τα λάθη του.
«Δύο οι οδοί της γνώσης: ο πόνος και η αγάπη. Προσωπικά, προτιμώ τον δεύτερο»είχε πει ο αγαπημένος μου Οσκαρ Ουάιλντ.
Τείνουμε να το ξεχνάμε, καθώς μαθαίνουμε πως μαθαίνουμε με φωνές και καμιά ξυλιά στον πισινό, από τα μικράτα μας.
Ωστόσο, ναι. Ο άνθρωπος μαθαίνει και με αγάπη.
Προσωπικά, το έχω ζήσει (και ευτυχώς, το ζω ακόμη) μόνο όταν οι λέξεις μάθηση/γνώση/πληροφόρηση συνδέονται με ανθρώπους.
Οταν ξεφεύγουν από τη μοναχική, και ως τέτοια, μονόπλευρη, σχέση εσένα και του βιβλίου ή την παγερή ησυχία των βιβλιοθηκών ή την απάνθρωπη μοναξιά του διαδικτύου.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είσαι εσύ και κάτι άψυχο. Οταν όμως συνδιαλέγεσαι με ανθρώπους, που εσύ έχεις προσεγγίσει, τότε ναι. Μαθαίνεις. Με αγάπη.
Τι έχω τραβήξει γι’ αυτό το «με αγάπη». Ακόμη το θυμάμαι.
Θα ‘μουν δε θα ‘μουν Β’ Δημοτικού και έγραφα προσκλήσεις στους συμμαθητές μου, για το πάρτι γενεθλίων μου. Τελείωνα, δε, γράφοντας «με πολύ αγάπη».
Ε ρε τι άκουσα από τον πατέρα μου γι’ αυτό το «πολύ». Ποτέ δεν το ξανάκανα λάθος.
Οχι ότι μου έμεινε κανένα τραγικό τραύμα, πάντως το περιστατικό έχει καταγραφεί μέσα μου ως ένας σκληρός τρόπος για να μάθεις την «πολλή αγάπη».
Αυτά στην Ελλάδα του ’80. Γιατί στις ΗΠΑ του 2016, τα πράγματα είναι κάπως τα ίδια και εντελώς διαφορετικά.
Στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, στο Λος Αντζελες, τα παιδιά του Δημοτικού, χωρίς να είναι ορφανά ή άστεγα, αναγκάζονται να καταφεύγουν στην παρανομία (πορνεία, ληστείες, συμμορίες), καθώς δεν λαμβάνουν καμία υλική στήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύεται στον Guardian, οι ΗΠΑ είναι και το κράτος με το μεγαλύτερο χάσμα πλούσιων-φτωχών.
Ο δε Κλίντον είχε μειώσει τα κοινωνικά επιδόματα, με τη στήριξη της Χίλαρι.
Ταυτόχρονα, η Washington Post αναδεικνύει το γεγονός πως ακόμη και οικογένειες που παίρνουν επιδόματα μένουν χωρίς τροφή μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, γιατί είναι πολύ χαμηλά, με αποτέλεσμα οι έφηβοι να πρέπει να βρουν τρόπους να ταΐσουν τα μικρότερα αδέλφια τους.
«Ημασταν παιδιά, αλλά ξέραμε από τους παλαιότερους πώς πρέπει να οργανωθούμε στην εξορία – να τραφούμε, ν’ αντέξουμε. Πάντα άκουγες ιστορίες της Αντίστασης»δήλωσε ο Νίκος Μανιός, πριν από λίγες μέρες, μιλώντας για το κολαστήριο της Γυάρου.
Τον άκουγα και έμαθα (με αγάπη και τρυφερότητα) αυτό που έμαθε εκείνος (με σκληρό τρόπο): «Στη Γυάρο έμαθα πως ο αγώνας δεν έχει ούτε ημερομηνία γέννησης, ούτε θανάτου, φυσικού ή εξαναγκασμένου».
Οαγώνας για επιβίωση όπως και ο αγώνας για μάθηση μπορεί ν’ ακολουθήσει δύο δρόμους: της μοναξιάς και της αλληλεγγύης.
Οχι της φιλάνθρωπης. Της αγωνιστικής. «Ο,τι μαθαίνεις μπροστά σου θα το βρεις».
Το ζήτημα είναι με τι τρόπο… Δεν είναι κακό να το θυμόμαστε, ειδικά όταν (τελευταία, εντόνως) μηρυκάζουμε την κακοτυχία μας ως Ελληνες, προσπαθώντας να φανούμε σαν «προδομένα θύματα».
Αυτοστιγμεί, η ολιστική εικόνα του κόσμου και της Ιστορίας μάς προδίδει.
Efsyn.gr