Είχαμε κινήσει από τις έξι το πρωί για το κέντρο της Αθήνας, μια χούφτα άνθρωποι, έχοντας πληροφορηθεί πως η τάδε υπερκερδοφόρα επιχείρηση είχε αποφασίσει άνευ αιτιολόγησης να πετσοκόψει τους μισθούς των καθαριστριών της…
Τις συναντήσαμε και σταθήκαμε στο πλάι τους. Αλληλέγγυοι και διαμαρτυρόμενοι, έξω από το κατά τ’ άλλα πολυτελέστατο κτήριο. Ήταν ημέρα απεργίας.
Αρκετές ώρες αργότερα οι κόποι μας δικαιώθηκαν, καθώς -με τα πολλά- η διοίκηση δέχθηκε να συναντήσει μια αντιπροσωπία κι εν τέλει οπισθοχώρησε. Οι αποφάσεις της εργοδοσίας πάρθηκαν πίσω, οι νικητές σφίξαμε τα χέρια, κι έχοντας επικρατήσει σε μια μικρή μάχη μέσα στον κακό χαμό της σύγχρονης δουλείας, προχωρήσαμε ευδιάθετοι προς την πορεία που θ’ άρχιζε λίγο αργότερα.
Αφού βιώσαμε την καθιερωμένη καθυστέρηση στο σημείο συνάντησης, καθώς η πορεία ξεκινά πάντοτε μετά την δημιουργία αυχενικού συνδρόμου (εκεί που δεν το είχες), έμελλε για πολλοστή φορά να γίνουμε μάρτυρες του γνώριμου πολέμου· τον οποίο δημιουργούν εκείνοι που θεωρούν πως ο δρόμος τους ανήκει.
Που κρίνουν ότι οι δικοί μας αγώνες δεν έχουν αξία, ότι νομιμοποιούνται να καπηλεύονται λαϊκές διεκδικήσεις δεκαετιών και να διαλύουν ειρηνικές διαδηλώσεις. Ότι μπορούν να βάζουν τη φωνή της διαμαρτυρίας μας στο περιθώριο, γεννώντας εικόνες χάους, οι οποίες λειτουργούν αποτρεπτικά.
Αποτρεπτικά, στη συμπόρευση «καθαρών» (και ακάλυπτων) προσώπων, κάθε ηλικίας, σε κάτι πιο πλατύ, πιο δυναμικό.
Σε ποια διεκδίκηση βρίσκονταν εκείνο ή όποιο άλλο χάραμα οι τύποι με τις αυτοσχέδιες βόμβες; Πού εκδήλωναν τη συμπαράστασή τους; Γιατί θεωρούν πως ο δρόμος τους ανήκει και με ποιο δικαίωμα διώχνουν συμπολίτες τους από αυτόν;
Δεν τον κέρδισαν, κι αυτό οφείλουμε να το κάνουμε περισσότερο κατανοητό. Ο λαός πρέπει ν’ αντιληφθεί, πως οφείλει να υπερασπιστεί το δικό του βήμα, στις μελλοντικές διεκδικήσεις του. Η πάλη δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά ανάγκη των πολλών…