Αρχικά θ’ αναφέρω πως σε γενικές γραμμές παρακολουθήσαμε ένα καλό ντέρμπι. Είχε ωραίες στιγμές, όμορφα γκολ και φυσικά ανατροπή, ενώ η συμπεριφορά των παικτών και των δυο ομάδων ήταν υποδειγματική…
Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί δεδομένο ότι ύστερα από το γκολ του Μπεργκ ο Παναθηναϊκός είχε την ευκαιρία σε δύο περιπτώσεις να δυσκολέψει τρομερά τον Ολυμπιακό, όμως δεν τα κατάφερε. Πρώτα ο Ταυλαρίδης κι έπειτα ο Μαμούτε, δεν έκαναν το 0-2 ή το 1-2 αντίστοιχα.
Αντίθετα, ο Καμπιάσο, ο οποίος πραγματοποίησε σπουδαία εμφάνιση, ισοφάρισε σε 1-1 και κάπου εκεί άλλαξε η ψυχολογία των γηπεδούχων. Στο δεύτερο ημίχρονο, οι «ερυθρόλευκοι» ανέβασαν στροφές, κυρίως ο Φορτούνης, ωστόσο, τη μεγάλη διαφορά την έκαναν οι αλλαγές από πλευράς Σίλβα. Τα φρέσκα πόδια των Ερνάνι και Πάρντο έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στους Πειραιώτες, ιδιαίτερα ο Κολομβιανός, που κυριολεκτικά περνούσε όποιον έβρισκε μπροστά του από τη δεξιά πλευρά. Ακόμα και η ριψοκίνδυνη κίνηση του Πορτογάλου τεχνικού στο δεύτερο ημίχρονο, δηλαδή να παίζει από ένα σημείο και μετά με 4-2-4, απέδωσε. Δικαιώθηκε, αν και αρχικά το είχε κάνει το λάθος του, βάζοντας ψηλά τους Μποτία και Ντα Κόστα, το οποίο για καλή του τύχη το πλήρωσε μόνο μία φορά.
Γενικότερα, ο Ολυμπιακός ήταν πολύ καλύτερος στο δεύτερο ημίχρονο και δη στο τελευταίο ημίωρο, οπότε και απέδειξε πως διαθέτει καλύτερο σύνολο, μονάδες με περισσότερη ποιότητα και φυσικά βάθος στο έμψυχο δυναμικό του.
Πάμε τώρα στον Παναθηναϊκό, όπου τα πράγματα δεν μοιάζουν και τόσο απλά…
Καθώς, κακά τα ψέματα, ναι μεν προηγήθηκε με τον Μπεργκ και αιφνιδίασε τον Ολυμπιακό, αλλά δεν έδειξε να πιστεύει στον εαυτό του, κάτι που κατά την προσωπική μου άποψη ξεκινά από τον προπονητή του. Φυσικά στάθηκε καλά απέναντι στη -με διαφορά- καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, μα συνήθως ο υπερβολικός ρεαλισμός αφήνει αρνητική εικόνα στο τέλος.
Ο Στραματσόνι, παρότι προηγήθηκε, με τον τρόπο που έστησε τους «πράσινους», τους καταδίκασε σ’ έναν παθητικό ρόλο στο μεγαλύτερο μέρος του ματς. Για την ακρίβεια, αδιαφόρησε παντελώς για το δημιουργικό κομμάτι. Όλη η τριάδα του κέντρου (Κουτρουμπής, Ζέκα, Αμπέιντ) είχε αποκλειστικά αμυντική λειτουργία, μόνον ο Βιγιαφάνιες κατάφερνε να βγάλει καμιά μπαλιά και έτσι ήταν αποκομμένοι οι Λέτο και Μπεργκ.
Επιπλέον, ο Ιταλός δεν ήταν και πάλι καλός στη διαχείριση της αναμέτρησης, με κακές επιλογές στις αλλαγές, κυρίως του Εσιέν. Ειδικά από το 1-1 και μετά, έδειξε ότι δεν διεκδικούσε τη νίκη, σε αντίθεσή με τον αντίπαλό του, ο οποίος χρησιμοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο τα επιθετικά του όπλα, κι έφθασε στην επικράτηση με το τελικό 3-1.
Μπορεί, λοιπόν, να υπάρχει διαφορά στην ποιότητα, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την εικόνα που επιλέγεις να βγάλεις στο χορτάρι σ’ έναν αγώνα. Έτσι, ο Παναθηναϊκός θα ολοκληρώσει την κανονική διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου χωρίς νίκη σε ντέρμπι.
Ωστόσο, αποτελεί ευκαιρία για την ομάδα, να διδαχθεί από τα λάθη που έκανε στο «Γ. Καραϊσκάκης» και να κτίσει πάνω σε αυτήν την ήττα εν όψει των playoffs. Να δουλέψει πάνω σε συγκεκριμένους τομείς του παιχνιδιού της, κι επιτέλους να βάλει τέρμα στη φετινή εσωστρέφειά της, στην εμμονή της με τη διαιτησία, διότι οι δικαιολογίες καμουφλάρουν τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες. Ας κοιτάξει την επόμενη ημέρα από διαφορετική οπτική γωνία, ειδάλλως τ’ αρνητικά αποτελέσματα θα επαναλαμβάνονται και πάντοτε θα φταίει κάποιος άλλος…