Η νύχτα κρύβει τα δικά της μυστικά, τα δικά της παραμύθια… Συνωμοτεί με το μυαλό και φτιάχνουν τις πιο όμορφες ιστορίες.
Ειδικά, εκείνες τις νύχτες, που ο ύπνος δεν έρχεται να σε επισκεφθεί και περιμένεις την ανατολή του ήλιου, σαν λύτρωση.
Μέσα σε αυτές τις νύχτες, συναντάς το βασιλόπουλο.
Το πρόσωπό του παίρνει την μορφή του ανθρώπου που ερωτεύτηκες.
Αν είχες αγαπήσει κάποιον, θα έδινες τη δική του μορφή στο βασιλόπουλο.
Όμως εσύ δεν αγάπησες, ερωτεύτηκες.
Και αυτό πόναγε πιο πολύ…
Ξέρεις λοιπόν να πεις όλα τα συμπτώματα του ενθουσιασμού και του έρωτα.
Δεν ξέρεις όμως να πεις για την αγάπη.
Ίσως γι αυτό, τις νύχτες ο ύπνος έρχεται σπάνια.
Τα όνειρά σου, γίνονται πια με ανοιχτά μάτια, χωρίς να τα “καλύπτει” το “πέπλο” της φαντασίας.
Μα, το κυριότερο, δεν έχουν πια βασιλόπουλα πάνω σε άσπρο άλογο.
Έχουν, εκείνο το ένα βασιλόπουλο, που έρχεται και φεύγει, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Ανάσες, που κάποτε ενώθηκαν με τη δική σου, αλλά ποτέ δεν ακούστηκαν στον ίδιο ρυθμό με αυτήν.
Καρδιά, που χτύπησε ακουμπώντας πάνω στο στήθος σου και τώρα το βαραίνει, μεταμορφωμένη σε ανάμνηση.
Εκείνο όμως που πονάει πιο πολύ είναι τα μάτια, το βλέμμα, που ξεσήκωνε τα αισθήματα και μετά τα έπνιγε στο απέραντο βάθος τους.
Μάτια, που μεταμορφώνονταν όταν σε κοιτούσαν, αλλά εσύ τα απέφευγες.
Τώρα τα θυμάσαι…
Θυμάσαι τις στιγμές τους.
Τότε που έκλαψαν για σένα…
Τότε που γέλασαν για σένα…
Αλήθεια, έχετε δει πως είναι τα μάτια όταν γελάνε;
Αλλάζει το σχήμα τους, ακόμα και το χρώμα τους.
Γίνονται πιο λαμπερά…
Τα μάτια του βασιλόπουλου.
Πού ήρθε και έφυγε, μα εσύ δεν το αγάπησες.
Το ερωτεύτηκες όμως.
Παράφορα.
Και έτσι κατάλαβες ότι ο έρωτας, πονάει πιο πολύ…
Του έδωσες πολλές λαμπερές στιγμές των δικών σου ματιών.
Του χάρισες ακόμα και δάκρυα… Πολύτιμο υγρό λύπης και χαράς, που κυλάει, παίρνοντας μαζί του και λίγο από το χρώμα των ματιών μας.
Δάκρυα, που δεν μπορείς πια να μοιραστείς.
Τίποτα δεν έχεις πια να μοιραστείς.
Αρχικά, δεν ήξερες πως πρέπει να μοιράζεσαι. Όταν έμαθες, εκείνος δεν ήταν δίπλα για να μοιραστείς μαζί του.
Σε λίγες ώρες ξημερώνει…
Το σπίτι είναι άδειο και καταφεύγεις στον καθρέφτη για να δεις ένα άλλο πρόσωπο.
Έστω και αν αυτό το πρόσωπο, είναι απλά το είδωλό σου.
Του μιλάς και βλέπεις την απογοήτευση στα μάτια του. Κλείνεις τα μάτια, η εύκολη λύση.
Πως να κλείσεις όμως και το μυαλό;
Εκείνο, ανεξέλεγκτο, συνεχίζει να σκέφτεται και –κυρίως- να θυμάται.
Θυμάται και αυτή τη νύχτα, άλλη μια νύχτα, που φαίνεται ατελείωτη…
Έξω, ησυχία.
Όλοι κοιμούνται.
Το βασιλόπουλο κοιμάται…
Ακόμα και στο όνειρο σε πρόδωσε.
Ή μήπως το πρόδωσες εσύ;
Αυτή τη φορά ήρθε, συνεπές στο ραντεβού του, μα εσύ δεν πήγες.
Την τελευταία στιγμή δείλιασες.
Ήταν όμως ένα ραντεβού από εκείνα που μια μόνο φορά μπορείς να πας.
Δεν επαναλαμβάνονται.
Τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα, όσο και αυτό που τελικά είναι.
Απλή προέκταση των δευτερολέπτων.
Όλα γύρω προχώρησαν, ακόμα και το λευκό άλογο που έγινε μικρή κουκίδα και εσύ το βλέπεις.
Βουρκώνεις, αλλά δεν μιλάς.
Σαν σε κακό όνειρο.
Λες και σου έκλεψαν τη φωνή.
Σαν ένας εφιάλτης, από τον οποίο φοβάσαι ότι δεν θα ξυπνήσεις.
Ίσως τελικά να μην είναι αυτό.
Ίσως, στην πραγματικότητα, αυτό που φοβάσαι είναι μήπως ξυπνήσεις.
Γιατί τώρα, τόσα χρόνια μετά, το ξέρεις πως αυτός ο εφιάλτης, είναι το πιο όμορφο όνειρό σου…
*(«Ταξίδι για έναν», Α.Α., 2003)