Νομίζαμε ότι τα είχαμε θάψει.
Είχαμε βρει τον τρόπο.
Είχαμε τη σιγουριά…
Είχαμε ρίξει πολύ χώμα.
Δεν είχαμε υπολογίσει τη βροχή.
Και το χώμα έγινε λάσπη.
Και τα θαμμένα βγήκαν στη επιφάνεια.
Δεν τα είχαμε λύσει τα προβλήματα, τα είχαμε κουκουλώσει. Και μας το έλεγαν πως δεν είναι αυτός ο τρόπος. Πως θα τα βρούμε μπροστά μας. Αλλά… εμείς πάντα έχουμε δίκιο. Πόσο άδικο είχαμε.
Όταν βρίσκεις λύσεις εφήμερες, όταν γυρνάς απλά το κεφάλι από την άλλη πλευρά, όταν δεν το κοιτάς το πρόβλημα, χτίζεις μιας αυταπάτη.
«Δεν το βλέπω, λύθηκε». Μα δεν λύθηκε, είναι εκεί. Και όσο εσύ κάνεις πως δεν το κοιτάς, εκείνο γίνεται μεγαλύτερο πασχίζοντας να φτάσει και πάλι στο οπτικό σου πεδίο.
Και τότε έρχεται το κουκούλωμα, το θάψιμο.
Νιώθεις την απειλή, ξέρεις ότι σε λίγο θα το δεις και τότε κάνεις την πρώτη σπασμωδική κίνηση. Βρίσκεις τη «λύση». Το πιστεύεις πως είναι η λύση και είσαι σίγουρος πως πράττεις σωστά…
Έτσι την ακολουθείς, τη θέτεις στην εφαρμογή. Και το πρόβλημα το θάβεις. Μόνο που μόλις έθαψες κάτι που δεν πέθανε.
Έθαψες κάτι που αναπνέει και ελπίζεις πως το χώμα θα κόψει την ανάσα του.
Ίσως και να είσαι τυχερός. Ίσως να αργήσουν οι βροχές και η ανάσα να σταματήσει.
Όμως, συνήθως, η βροχή έρχεται νωρίς. Απομακρύνει το χώμα και ότι έθαψες βγαίνει στην επιφάνεια. Στην αρχή η ανάσα του είναι βαριά, προσπαθεί να επανέλθει στη ζωή. Ακούγεται ετοιμοθάνατο και σε κάνει να ελπίζεις πως τελικά θα νικήσεις.
Όμως, εκείνο που μόλις έχει πεθάνει είναι η αυταπάτη που έφτιαξες.
Η λύση σου ήταν τόσο λάθος, τόσο άσκοπη. Έπρεπε να αφήσεις πρώτα το πρόβλημα να λυθεί. Έπρεπε να είχε πεθάνει το συναίσθημα, η ανάμνηση, το πάθος. Πριν το θάψεις. Μόνο τότε θα έμενε εκεί για πάντα. Δεν θα είχε άλλη ανάσα και εσύ θα μπορούσες να προχωρήσεις.
Θα το πενθούσες, θα έκλαιγες γι αυτό και μετά θα λυτρωνόσουν. Και θα προχωρούσες στο επόμενο. Στη λύση που θα μπορούσες να επιβάλλεις στον εαυτό σου.
Τώρα, απλά κοιτάς να ζωντανεύει μπροστά σου το πρόβλημα. Το παρελθόν ανασαίνει και πάλι. Και εσύ είσαι πιο μπλεγμένος από πριν… Ίσως και να θελήσεις να το ξαναθάψεις, αλλά φοβάσαι άλλη μία βροχή…
Αρχίζει να γίνεται βαριά η δικιά σου αναπνοή…
Η ανάστασή του σε σκοτώνει…
Τίποτα δεν θάβεται τελικά, αν δεν είναι η ώρα να θαφτεί…