Αρκετά χρόνια πριν την οικονομική κρίση, όταν η διαφθορά και η διαπλοκή άρχιζαν να κάνουν έντονη την παρουσία τους στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, υπήρχαν δεκάδες φωνές τριγύρω μου που αναρωτιόντουσαν πού είναι οι διανοούμενοι να θίξουν τα κακώς κείμενα της πραγματικότητας, να μας φωτίσουν πως θα αντιμετωπίσουμε όλον αυτό τον συρφετό που μας έχει περικυκλώσει.
Όταν κάποιοι που έφεραν τον τίτλο του διανοούμενου μέσω, κυρίως, του Τύπου της εποχής εξέφραζαν τη γνώμη τους για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, κάτω από τις λέξεις, διέκρινα ότι το μόνο που προσέφεραν, ήταν να υποψιάσουν ότι είχαν και αυτοί το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την αρνητική φορά των πραγμάτων.
Εμπλέκονταν στα γρανάζια του συστήματος που επέκτεινε τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Έτσι ο λόγος τους ως κήνσορες, όχι μόνο δεν με ενέπνεε, αλλά τους έκανε να πέφτουν ακόμα χαμηλότερα στα μάτια μου.
Στις μέρες μας, όπου η ζοφερή πραγματικότητα επικρατεί -και ειδικά στη χώρα μας- που το τούνελ είναι χρόνια σε αδιέξοδο, μπαίνει ακόμα πιο συχνά σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές, το ερώτημα πού είναι οι διανοούμενοι, γιατί σιωπούν;
Διανοούμενους συνηθίσαμε να θεωρούμε τους λογοτέχνες, τους πανεπιστημιακούς, τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, ενίοτε τους δημοσιογράφους.
Και αυτό γιατί εντάσσονται στο χώρο του πνεύματος και του πολιτισμού.
Ξεχνάμε, ή δεν λαμβάνουμε υπόψη, ότι οι παραπάνω γνώσεις που κατέχουν σε σχέση με τους κοινούς θνητούς δεν κάνουν αυτόματα τη διαφορά.
Δηλαδή, να σκέφτονται στο βάθος των πραγμάτων, ή να διαθέτουν κριτική σκέψη, ή να έχουν την ψυχική δύναμη να απόσχουν από εξαρτήσεις με την κάθε φύσεως εξουσία.
Ο Ρολάν Μπαρτ είχε πει, όλοι όσοι γράφουν βιβλία δεν είναι συγγραφείς.
Κάνοντας τη διάκριση, μεταξύ συγγραφέων και γραφόντων, είχε γράψει, ότι οι πρώτοι, είναι πάντοτε λίγοι, και συχνά ελάχιστα επώνυμοι, είναι αυτοί που μπορούν να φτάσουν στα πλέον βαθιά της ανθρώπινης ψυχής.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να μεταφέρουμε τη διάκριση που κάνει ο Μπαρτ και σε άλλα επαγγέλματα που έχουν σχέση με το γράψιμο, εκτός του συγγραφέα, όπως, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, δημοσιογράφοι, κ.α.
Οι περισσότεροι που γράφουν, έχουν στο νου τους, το θέμα που μπορεί να θέλξει περισσότερο κοινό και να αποτελέσει σύντομα εμπορική επιτυχία.
Οι εκδοτικοί οίκοι αποδέχονται έργα συγγραφέων που ξέρουν εκ προοιμίου, ότι θα έχουν πωλήσεις γιατί τα θέματα τους είναι πιασάρικα-έξω από το μαύρο της εποχής.
Στόχος τους είναι να ξεκουράσουν τους αναγνώστες από την καθημερινή εναγώνια προσπάθεια επιβίωσης, όχι να γεννήσουν, ή να προσθέσουν προβληματισμούς και ανησυχίες.
Αποτέλεσμα είναι, όπως έγραψε πριν πολλά χρόνια ο Ρολάν Μπάρτ, αυτοί που μπορούν να φτάσουν στα πλέον βαθιά της ανθρώπινης ψυχής, να είναι συχνά ελάχιστα επώνυμοι που δεν θα δούμε να προσκαλούνται σε τηλεοπτικά πάνελ, σε συνέδρια, ούτε θα δίνουν συνεντεύξεις στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο.
Όχι μόνο γιατί είναι ελάχιστα επώνυμοι, αλλά γιατί ο λόγος τους, αν δεν αντίκειται, δεν προσφέρει στην προώθηση των εκάστοτε επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η οπτική αυτή λύνει την απορία μου, ενδεχομένως και τη δική σας, γιατί εξακολουθούμε να μην εντοπίζουμε παρεμβάσεις διανοούμενων για τα δρώμενα στη χώρα, ή τα δρώμενα διεθνώς.