Ένιωθα πολύ κουρασμένη και η μικρή πόρτα του καφενείου μου φάνηκε παράδεισος…
Έναν καφέ τον αντέχουν και η τσέπη μου και ο χρόνος μου, μην τρελαθούμε κιόλας…
Πέρασα δειλά την πόρτα. Τόσες φορές είχα περάσει από εδώ και όμως αυτό το καφενεδάκι δεν το είχα ξαναδεί….
Μπαίνοντας, μετά το έντονο ήλιο, μου φάνηκε πολύ σκοτεινό και ανοιγόκλεισα τα ματιά μου προσπαθώντας να συνηθίσω στις νέες συνθήκες…
Δυο τρία τραπεζάκια είχε όλα κι όλα …
Θύμιζε καφενείο μιας άλλης εποχής…
Λες και ο χρόνος γύρισε πίσω, πολύ πίσω, σε μια Αθήνα στην οποία εγώ δεν είχα γεννηθεί.
Κοίταξα γύρω.
Μόνος θαμώνας ένας ηλικιωμένος.
Από μία πόρτα στο βάθος ξεπρόβαλλες ένας άλλος.
Μου θύμισε τον Διονύση Παπαγιανόπουλο…
Ξέρετε σε εκείνη την ταινία που έχει ένα καφενείο; Ε, ίδιος.
Μέχρι και η ποδιά του ήταν ίδια…
Τα έχασα και έμεινα να τον κοιτάω.
Εκείνος μου χαμογέλασε και -βλέποντάς με σαστισμένη- με πλησίασε.
«Έλα κορίτσι μου, κάθισε, φαίνεσαι κουρασμένη».
Σαν μαγεμένη τον ακολούθησα και κάθισα στην καρέκλα που μόλις είχε τραβήξει.
«Ξεκουράσου εσύ και εγώ πάω να φτιάξω το καφεδάκι σου».
Ούτε με ρώτησε τι καφέ θέλω ή πως τον πίνω…
Μα ούτε και νοιάστηκα να του πω.
Το βλέμμα μου είχε σταθεί στον ηλικιωμένο άντρα στο απέναντι τραπεζάκι.
Σε αντίθεση με το δικό του βλέμμα, που ήταν χαμένο, κενό και στραμμένο συνεχώς προς την πόρτα.
Κοίταξα κι εγώ προς τα κει.
Τότε είδα μια ηλικιωμένη γυναίκα να πλησιάζει….
Περπατούσε με μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρημένη από το βάρος των χρόνων που έφερνε μαζί της…
Μόλις έφτασε στην πόρτα, ξαφνικά άλλαξε. Ίσιωσε το κορμί της και μπήκε μέσα αγέρωχη λες και ήταν 20 χρόνων. Τα έχασα!!!
Και να ήταν μόνο αυτό. Μόλις εκείνη μπήκε στο μικρό καφενείο, το βλέμμα του ηλικιωμένου άντρα έλαμψε. Έπαψε να είναι χαμένο…
Εκείνη πλησίασε προς το τραπέζι του και κάθισε απέναντί του.
Εκείνος χαμογέλασε.
Μετά από λίγο της έπιασε το χέρι. Κοιτάζονταν στα μάτια…
Ήταν μια εικόνα πολύ παράξενη. Έμεινα να τους κοιτάω, πολύ αδιάκριτα οφείλω να ομολογήσω. Εκείνος της μιλούσε και εκείνη χαμογέλαγε…
Η ηλικία είχε χαθεί… Ένα ζευγάρι εφήβων, με ρυτίδες απλά στο πρόσωπο, κάθονταν απέναντί μου…
Ο… Παπαγιανόπουλος με πλησίασε.
«Σου κάνει εντύπωση αυτό το… ραντεβού, ε;» μου είπε με εκείνη την τόσο γλυκιά πονηρή έκφραση κάποιων ανθρώπων. Του χαμογέλασα.
Πήρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα μου.
«Αυτό που βλέπεις γίνεται χρόνια τώρα. Κάθε εβδομάδα, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, συναντώνται εδώ. Κάθονται μαζί για περίπου δύο ώρες και μετά ο καθένας παίρνει το δρόμο του».
«Μα καλά, γιατί δεν είναι απλά μαζί; Όταν άρχισε αυτό θα ήταν νεότεροι».
«Κορίτσι μου, η δική μου η γενιά δεν τα έχει όλα τόσο εύκολα. Όταν πρωτογνωρίστηκαν ήταν και οι δύο πολύ νέοι. Τότε αποφάσιζαν οι γονείς για την τύχη μας. Και έτσι εκείνη βρέθηκε παντρεμένη με έναν άλλο. Μετά από κάποια χρόνια παντρεύτηκε κι αυτός»…
«Και γιατί δεν χώριζαν να παντρευτούν μεταξύ τους;» του είπα και από την έκφρασή του κατάλαβα πως μόλις τον είχα πυροβολήσει…
«Για ποιο λόγο; Αφού πάντα ήταν μαζί… Αχ εσείς οι νέες γενιές. Αυτοί οι δύο άνθρωποι αγαπιούνται κορίτσι μου. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο».
Σηκώθηκε και εξαφανίστηκε πάλι σε εκείνη την πόρτα που λογικά οδηγούσε στο μικρό κουζινάκι του καφενείου…
Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο;
Ξανακοίταξα το ηλικιωμένο ζευγάρι.
Ξαφνικά όλα γύρω μου έγιναν ασπρόμαυρα…
Και –σας το ορκίζομαι- μύριζε γιασεμί…
Η ώρα είχε περάσει.
Εκείνη σηκώθηκε να φύγει. Εκείνος της φίλησε το χέρι.
Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο…
Τα μάτια τους είχαν συναντηθεί σε ένα ερωτικό ταξίδι που κάποιοι δεν μπόρεσαν να φτάσουν περνώντας ατελείωτες ώρες πάνω σε «ερωτικά» κρεβάτια.
Δεν χρειάζεται κάτι άλλο…
Μα και βέβαια δεν χρειάζεται κάτι άλλο.
Ο έρωτας βρίσκει τα πρόσωπά τους εκείνη την μορφή που εμείς χάσαμε.
Τα μάτια τους και τα κορμιά τους κάνουν έρωτα τόσα χρόνια τώρα και ας μην βρέθηκαν ποτέ ουσιαστικά μαζί.
Μάλλον τυπικά δεν βρέθηκαν μαζί, γιατί ουσιαστικά βρίσκονταν κάθε εβδομάδα, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος…
Σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω, γα να χαθώ στις σκέψεις μου που είχαν πια κάτι από μια άλλη εποχή…
Μα ξαφνικά συνειδητοποίησα πως υπήρχε κάτι πολύ οικείο στο… ταβάνι!
Διότι αυτό που έβλεπα ήταν το φωτιστικό του δωματίου μου.
Μα φυσικά.
Λογικό…
Όνειρο ήταν… Τι άλλο;
Γιατί τώρα πια, μόνο όνειρο θα ήταν αυτό.
Τώρα πια, εκείνοι οι έρωτες χάθηκαν κάπου μεταξύ χειραφέτησης και απελευθέρωσης…
Κάπου μεταξύ ξενοδοχείου και… αυτοκινήτου.
Κάπου εκεί που ένα βλέμμα έπαψε να κάνει την καρδιά να χτυπά, αν δεν οδηγεί σε κάτι παραπάνω…
Κάπου εκεί που οι έρωτες που όλοι θα θέλαμε να ζήσουμε είναι απλά μιας άλλης εποχής…
Και εμείς ζούμε μια εποχή που δεν ονειρευτήκαμε.
Και όσο για εκείνο το βλέμμα;
Το συναντάμε, όταν κλείνουμε τα δικά μας μάτια.
Στο όνειρο…