Ψηνόμουν από τον υψηλότατο πυρετό (37,1) την αποφράδα ώρα που η Δεβόρα έμπαινε έντρομη στο υπνοδωμάτιο. Πετάχτηκα από το κρεβάτι του πόνου σαν ελατήριο όταν άκουσα τη χειρότερη είδηση στην ιστορία της ανθρωπότητας.
-Μας τελείωσαν οι ηλιόσποροι και σας ενημερώνω ότι είναι νύχτα, έσκουξε εν μέσω λυγμών το μαύρο κορίτσι!
Ήταν θυμάμαι 22 Ιανουαρίου του… 2016 (εχθές δηλαδή) όταν ένιωσα τον κίνδυνο να παραμονεύει πίσω από αυτές τις διαβολικές λέξεις. Ένα ανεπανάληπτο ρίγος διέσχισε βίαια τη ραχοκοκαλιά μου.
Ήταν το τέλος; Θα επικρατούσαν τελικά οι σκοτεινές δυνάμεις της νικοτίνης; Θα κυλούσα και πάλι στα βλαβερά ποτάμια της πίσσας;
Μέσα σε δευτερόλεπτα, σταγόνες κρύου ιδρώτα κατέκλυζαν τους κροτάφους μου, ενώ, από την καλπάζουσα αύξηση των παλμών μου, ένιωθα το αίμα μου να σφυροκοπά ανελέητα τις κόγχες των ματιών μου.
Άρχισα να χάνω τον έλεγχο των κλειδώσεών μου και το βάρος του σώματός μου με τραβούσε προς τα κάτω.
Όλα έδειχναν πως θα καταρρεύσω, ενώ η Δεβόρα παρακολουθούσε το φριχτό θέαμα, καθισμένη πλέον σε μια ξύλινη αναπαυτική πολυθρόνα βικτωριανής εποχής επενδεδυμένη με ροζ στόφα, μασουλώντας μανιωδώς τον σουηδικό καπνό της και λιμάροντας με τιτάνια ψυχραιμία τα νύχια της, καθώς επιβαλλόταν να κάνει διάλειμμα για τσάι εξαιτίας της καταγωγής της.
Βλέπετε ήταν ανιψιά ενός απογόνου του Άλαν της Βρετάνης, πρώτου κόμης του Ρίτσμοντ και είχε περάσει δύσκολη παιδική ηλικία στο οικοτροφείο θηλέων και το κάστρο του Πόμφρετ.
Τι έλεγα; Α, ναι… Τα γόνατά μου είχαν σχεδόν αγγίξει το πάτωμα, όταν το ξυραφένιο μου μυαλό συνέλαβε την πιο ιδιοφυή ιδέα από καταβολής κόσμου: Να στείλω τη Δεβόρα στο ζαχαροπλαστείο του Τισσαφέρνη!
Κρατήθηκα από τον δρύινο καλόγερο, κόμπιασα για λίγο, όντας συγκλονισμένος από την απρόσμενη τροπή των γεγονότων και με δυσκολία τραύλισα την ιδέα μου στη σκουρόχρωμη φιγούρα που έστεκε σαστισμένη απέναντί μου.
Άξαφνα, το πρόσωπό της σκοτεινιάστηκε ακόμα περισσότερο (ξαναμπήκε στον ρόλο) και γούρλωσε απότομα τα μάτια σαν να είδε κάποια από εκείνες τις σκιές που περνούν βιαστικά και συνηθίζουν να καρφώνουν πινέζες (πότε δεν κατάλαβα γιατί τo κάνουν αυτό) στα ντοματάκια της φρουτιέρας· σαν να είδε φάντασμα!
Κάτι ψέλλισε μέσα από τα μωβ χείλη της, μα δυσκολευόμουν ν’ ακούσω καθαρά. Είχε παγώσει πάνω στην πολυθρόνα. Της φώναξα με όλη μου τη δύναμη να συνέλθει, μα εκείνη ήταν πια χαμένη σ’ ένα τρομακτικό παραλήρημα, το οποίο έμοιαζε μ’ εκείνα των μάγων του Βουντού, που σφάζουν κότες στις τελετές τους, όπως στην ταινία «Δαιμονισμένος Άγγελος» με τον Μίκι Ρουρκ, ο οποίος δεν θα λιώσει ποτέ λόγω πλαστικών εγχειρήσεων… Άρα θ’ αγιάσει;
Τι έλεγα; Α, ναι… Κυριολεκτικά σύρθηκα (καθότι ήμουν και πάρα πολύ άρρωστος – 37,1) πάνω στο μοιραρακινό χαλί, κι έφθασα μέχρι τα πόδια του επίπλου, όπου πια ακούγονταν πιο καθαρά τα λόγια της Δεβόρας.
-Κρίση, το μαγαζί, το μαγαζί του Τισσαφέρνη, έκλεισε, κρίση, κρίση, έκλεισε…
Το στόμα μου στέγνωσε προτού προλάβω να πάρω ανάσα. Ένιωσα το δωμάτιο να γυρίζει και τ’ οξυγόνο να λιγοστεύει. Ήξερα πως όλα είχαν τελειώσει. Έχασα τις αισθήσεις μου…
Διαφημίσεις για την αγωνία…
Περιέργως, την επόμενη ημέρα (σήμερα) ζούσα, έχοντας ξεπεράσει ένα απίστευτο πραγματικά σοκ και μάλιστα δεν είχα καπνίσει. Ωστόσο, δεν μπορούσα ν’ αφήσω τα πράγματα έτσι. Ήταν δυνατόν να έχει κλείσει ένα μαγαζί, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει η ιδία μου η ζωή; Στο τηλεφώνημα που ακολούθησε ήμουν έξαλλος και ο Τάκης μου είπε πως θα δει τι μπορεί να κάνει με το θέμα. Άρχισε να μου λέει ότι έχει ν’ αντιμετωπίσει χιλιάδες σημαντικά προβλήματα, αλλά του εξήγησα πως είχα τένις σε δέκα λεπτά κι έπρεπε να κλείσω.
Ντύθηκα, άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα ένα ηλιόλουστο πρωινό. Τέλεια…