«Ο χρόνος; Οι συνθήκες; Η φθορά; Η ανάγκη;
Κοίτα μας τώρα.
Αν μας θυμάσαι πως ήμασταν στην αρχή… κοίτα μας τώρα.
Πως φτάσαμε ως εδώ αναρωτιέσαι, αλλά ξεχνάς πως εμείς φτάσαμε. Εμείς φταίμε.
Δική μας η αρχή, δικό μας και το τέλος.
Αφήσαμε το βλέμμα να παγώσει ή -ακόμα χειρότερα- κλείσαμε τα μάτια και δεν βλέπαμε την αλήθεια.
Θυμάσαι την αρχή;»…
Πάντα, όταν έρχεται το «κοίτα μας τώρα» και οι δύο θυμούνται την αρχή.
Εκείνη που είχαν ξεχάσει σε όλο το ενδιάμεσο.
Εκείνη την αρχή στην οποία δεν πίστεψαν.
Εκείνη την αρχή που πια νομίζουν πως δεν έζησαν εκείνοι.
Και πάντα αναρωτιούνται για το πώς όλα άλλαξαν.
Και κανείς δεν παίρνει την ευθύνη.
Λες και όλα έγιναν ερήμην τους, λες και εκείνοι δεν ήταν εκεί όταν όλα καταστρέφονταν. Όταν τα κατέστρεφαν.
Γιατί όμως;
Γιατί έπρεπε να προσπαθήσουν και εκείνοι δεν είχαν χρόνο.
Γιατί έπρεπε να καταλάβουν ότι η αρχή δεν θα έμενε πάντα ίδια και θα αργοπέθαινε αν κανείς δεν της έδινε το φιλί της ζωής. Έμειναν στην αρχή, σαν να ήταν κομμάτι από ταινία. Όχι η ίδια τους η ζωή.
Και μετά ήρθε η συνήθεια, η αδιαφορία.
Όλα προχωρούσαν για αυτούς και εκείνοι έλειπαν.
Συνήθισαν να ζουν μαζί, αλλά ξέχασαν πόσο το λαχταρούσαν κάποτε αυτό.
Τα ίδια βλέμματα που κάποτε τους οδηγούσαν στην ανάγκη του «μαζί», φώναζαν τώρα «δεν αντέχω άλλο».
Και όμως αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν καταλάβαιναν πως έπρεπε να κάνουν κάτι γι αυτό.
Έμειναν στην αρχή, τότε που όλα γίνονται μόνα τους, γιατί όλα είναι καινούργια.
Μετά έπρεπε να τα συνεχίσουν εκείνοι. Κι εκείνοι περίμεναν ο ένας από τον άλλο.
Το βλέμμα που κάποτε σήμαινε πάθος, τώρα σήμαινε απαξίωση.
Τα χείλη που κάποτε χαμογελούσαν, τώρα απλά έγιναν φορείς… παραπόνων.
Μίλαγαν πια πιο πολύ, αλλά πάντα φωνάζοντας ο ένας στον άλλο.
Οι ψίθυροι της αρχής, εξελίχθηκαν σε φωνές, σε διαταγές, σε γκρίνια.
Το σ’ αγαπώ έγινε πολυτέλεια.
Το χάδι δεν είχε λόγο ύπαρξης.
Στην αρχή όλα γίνονταν μόνα τους. Στην αρχή, το χαμόγελο αποτυπώνονταν στο βλέμμα και η διαδρομή τους καλούσε. Τώρα έπρεπε να ανοίξουν το δρόμο που θα ακολουθούσαν. Και κανείς τους δεν το έκανε.
Τώρα μπροστά τους είναι ο χωρισμός. Κοιτούν ο ένας τον άλλο και ψάχνουν εκείνον τον άνθρωπο που αγάπησαν στην αρχή.
«Κοίτα μας τώρα» της λέει εκείνος.
«Πως φτάσαμε ως εδώ;» τον ρωτάει εκείνη…
Μια υπογραφή, ένα χαρτί, το μοίρασμα όσων μοιράστηκαν.
Κάποτε τους ένωσε ένα τραγούδι, ένα βλέμμα, ένα φεγγάρι.
Τώρα, αρκεί ένας δικηγόρος και μια υπογραφή.
Συγγνώμη, δύο υπογραφές. Η δική του και η δική της.
Τώρα το «ένα» δεν υπάρχει πια, τώρα όλα είναι «δύο». Δεν υπάρχει τίποτα κοινό.
Ίσως η μόνη φράση, η μόνη στιγμή στην οποία θα είναι και πάλι μαζί, είναι εκείνο το «κοίτα μας τώρα»…
Και λίγο μετά, ένα «μην με κοιτάς καθώς φεύγω»…