Αλλά κοιτώντας την…
Όχι κολυμπώντας. Όχι ξαπλωμένοι για ηλιοθεραπεία. Όχι τραβώντας σέλφι…
Κοιτώντας την…
Να χάνεται το βλέμμα σε εκείνον τον μονότονο ρυθμό της και να απορεί το μυαλό γιατί απλά δεν τον αλλάζει.
Όχι όταν είναι ήρεμη, ούτε φουρτουνιασμένη…
Εκείνες τις στιγμές που ακολουθεί ένα μοτίβο, προκαθορισμένο λες και αυστηρό, από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Ακουμπάς το χέρι σου, διαταράζεις την ισορροπία και όμως για εκείνη δεν αλλάζει τίποτα,.
Συνεχίζει το ρυθμό της. Ένας ανεπαίσθητος κυματισμός που βγαίνει στην επιφάνεια και ξεψυχά… Και ένας άλλος που ακολουθεί.
Και μετά καταλαβαίνεις ότι κάπως έτσι έχεις αφήσει και τη δική σου ζωή να κυλά.
Και προσωπικά, αλλά και σαν μέρος ενός συνόλου.
Γιατί, ένα ολόκληρο σύνολο ακολουθεί πια αυτό το ρυθμό και όποιο χέρι αποπειραθεί να παρέμβει ,εκείνο απλά αδιαφορεί.
Και συνεχίζει τον κυματισμό…
Σπουδάζει, ερωτεύεται, διασκεδάζει, παντρεύεται, κάνει παιδιά…
Ακολουθεί τον κυματισμό.
Γελάει, κλαίει, ενθουσιάζεται απογοητεύεται, ελπίζει, μελαγχολεί…
Ακολουθεί τον κυματισμό…
Και δεν αντιδρά.
Που και που ένα κύμα φαίνεται να είναι λίγο μεγαλύτερο, αλλά το αμέσως επόμενο φέρνει και πάλι τον ρυθμό στην πρότερη κατάστασή του…
Ένα κύμα δεν μπορεί να αλλάξει την εικόνα.
Ένα κύμα που μπορεί να σε κάνει για λίγο να στρέψεις την ματιά σου πιο βαθιά, αλλά αμέσως μετά κοιτάς την ακρογιαλιά.
Εκεί που μονότονα σκάνε τα μικρά κύματα… Το μεγάλο ξεχάστηκε, γιατί ο ρυθμός σε χαλαρώνει.
Μια κοινωνία που ζει χαλαρωμένη αν και τρέφεται από το άγχος και την ταραχή της…
Μονότονη πια η αντίδραση της, περιορίζεται στο να μιλά… Λέει τα προβλήματά της και αγανακτεί λεκτικά γι αυτά..
Αλλά ο ρυθμός δεν πρέπει να αλλάξει.
Και αφού ο καθένας μας τα πει, αφού συμφωνήσει ο συνομιλητής μαζί μας, μετά απλά κλίνόμαστε στον μικρόκοσμό μας.
Και περιμένουμε το μεγάλο κύμα. Εκείνο που θα αλλάξει τα πράγματα. Μα αφού είμαστε και εμείς θάλασσα, πως γίνεται απλά να βλέπουμε το κύμα;
Πρέπει να είμαστε μέρος της.
Μα φοβόμαστε να χάσουμε το ρυθμό.
Και περιμένουμε ένα άλλο κύμα από μια άλλη θάλασσα.
Και όταν εκείνο θ έρθει, θα το θαυμάσουμε, θα το ζηλέψουμε, αλλά δεν θα ενωθούμε με εκείνο.
Και εκείνο θα σκάσει στη στεριά και θα πληγωθεί πιο πολύ από τα άλλα.
Γι αυτό εκείνα που ακολουθούν θα φοβηθούν και θα σωπάσουν…
Μέχρι να έρθει η φουρτούνα.
Εκείνη που θα παρασύρει τα πάντα.
Εκείνη που ξέχασε χρόνια τώρα να έρθει.
Γιατί είμαστε όλοι μικρά κυματάκια…
Μας λείπε εκείνος ο άνεμος που θα αναστατώσει τη θάλασσα.
Μας λείπει εκείνο το πλοίο που θα σηκώσει κύμα.
Μας λείπει η δύναμη να γίνουμε εμείς τα μεγάλα κύματα.
Και πεθαίνουμε ο καθένας μόνος του, ο καθένας ένα μικρό κύμα, στη στεριά…
Και ακολουθούμε τον κυματισμό…
Σε μια θάλασσα πλατιά που μας μοιάζει, αλλά δυστυχώς δεν της μοιάζουμε…