Ανοίγεις τα μάτια, σαν να ξυπνάς από λήθαργο.
Πάνω από το κεφάλι σου ένα πρόσωπο άγνωστο με ένα χαμόγελο που -με κάποιο τρόπο- ξέρεις ότι είναι «αυτοματοποιημένο».
Σε κοιτά…
Πας να κουνηθείς, αλλά σου είναι δύσκολο. Το χέρι σου πονάει, σαν κάτι να έχει εισβάλει στο δέρμα σου.
Ξανακοιτάς το πρόσωπο. Περιεργάζεσαι αυτόν τον ξένο.
Φοράει κάτι σαν στολή…
Όχι στολή, ρόμπα είναι.
Γιατρός;
Αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ξανακοιτάς το χέρι που πονάει. Μια βελόνα και ένα… καλώδιο; Ακολουθείς την πορεία του. Ορός…
Γυρνάς τα μάτια σου στο χώρο. Είσαι στο νοσοκομείο.
«Πως αισθάνεστε;», «Μην ανησυχείτε». «Απλά θα κάνουμε κάποιες εξετάσεις»…
«Μα… γιατί είμαι εδώ;»
Θυμάσαι να μπαίνεις στο νοσοκομείο, αλλά όχι να βρίσκεσαι στο κρεβάτι με έναν ορό στο χέρι.
«Λιποθυμήσατε»…
«Πότε; Γιατί;».
«Θα κάνουμε μια σειρά εξετάσεων».
Και το βράδυ ξεκινά…
Είσαι μόνη, κανείς δεν είναι μαζί σου. Και σε πάνε από δω και από εκεί. Βελόνες σου τρυπούν το δέρμα για να σου πάρουν αίμα… Καλώδια «τυλίγουν» τα χέρια σου για να σου κάνουν καρδιογράφημα. Και ένα πιεσόμετρο σου πιέζει το χέρι.
«Ωραία έπεσε κάπως η πίεση, είναι στα 16».
«Πόσο; Κάποιο λάθος κάνετε, εγώ έχω πάντα υπόταση».
«Ναι, μόνο που πριν λίγο η πίεσή σας ήταν 22».
Νέος γύρος εξετάσεων και το βράδυ προχωρά.
Περιμένεις κάποια αποτελέσματα, όταν βλέπεις από τα παράθυρο τον ήλιο να ανατέλλει. Είσαι έτοιμη να παρασυρθείς στην ομορφιά της ανατολής, όταν έρχεται ο γιατρός.
«Ελάτε λίγο μαζί μου».
Κάθεσαι απέναντί του και τον κοιτάς.
«Παθολογικά δεν βρήκαμε κάτι. Πιστεύω ότι μόλις περάσατε μια κρίση πανικού».
Τον κοιτάς.
Κρίση πανικού; Αποκλείεται. Δεν υπάρχει λόγος.
Εκείνος συνεχίζει να μιλά.
Σου δίνει ένα μικρό χαπάκι, ένα ροζ μικρό χαπάκι και σου λέει να πάρεις μισό το βράδυ και το άλλο μισό το επόμενο.
«Και να ηρεμήσετε»…
Μισό λεπτό να βρω το κουμπί της ηρεμίας. Θα το είχα ξεχάσει στο OFF…
Μπαίνεις στο αμάξι. Είναι πλέον πρωί για τα καλά. Την έχασες την ανατολή…
Μα από τι να ηρεμήσω;
Φτάνεις στο σπίτι και ο Γολγοθάς ξεκινά… Να μαγειρέψεις, να συμμαζέψεις και να… αναρωτηθείς: Από τί να ηρεμήσω;
Το βλέμμα σου πέφτει στην τσάντα σου. Στο ροζ χαπάκι…
Το μεσημέρι παίρνεις τα παιδιά από το σχολείο. Διάβασμα, παιχνίδι, μάλωμα… Χαμός.
Και εσύ να προσπαθείς να βάλεις τάξη. Και να σκέφτεσαι: «Από τι να ηρεμήσω;».
Όταν τα παιδιά κοιμηθούν, αισθάνεσαι πτώμα. Μαζεύεις ότι έχει απομείνει από την επέλασή τους και αποφασίζεις να πας για ύπνο νωρίς. Μετά από ένα τέτοιο βράδυ και πολύ άντεξες.
Ξαπλώνεις και πιστεύεις πως θα κοιμηθείς αμέσως.
Και τότε αρχίζει να χτυπάει η καρδιά σου δυνατά. Ακούς κάθε χτύπο. Η αναπνοή γίνεται γρήγορή και μετά σχεδόν αδύνατη…
Τώρα θυμάσαι. Ακριβώς αυτό συνέβη και χθες. Και μετά όλα σκοτείνιασαν.
Πρέπει να κάνω κάτι.
Τρέχεις μέχρι την τσάντα, βρίσκεις το μαγικό χαπάκι κόβεις το μισό και το πίνεις…
Όλα καλά τώρα. Θα κάνεις λίγο υπομονή και θα κοιμηθείς…
Το επόμενο πρωί νιώθεις πολύ καλύτερα.
Άκου κρίση πανικού…
Το βρήκαμε τώρα, όταν δεν ξέρουμε τι να πούμε, λέμε κρίση πανικού… Γιατροί!
Και εκεί που είσαι έτοιμη να αρχίσεις την μέρα σου, καταλαβαίνεις.
Ναι, κρίση πανικού…
Φυσικά.
Γιατί άφησες πολλά άλυτα και έρχονται τώρα να σε πνίξουν.
Γιατί δεν πρόλαβες το χρόνο και τώρα τρέχεις πανικόβλητη.
Γιατί πίστεψες πολύ περισσότερα από όσα έπρεπε να πιστέψεις.
Γιατί ένιωσες τύψεις για ότι ωραίο σου συνέβη, αλλά και ανυπομονησία για το επόμενο.
Γιατί κάπου έκανες λάθος… Και είναι πιο εύκολο να πάθεις κρίση πανικού, παρά να βρεις το λάθος σου και να το διορθώσεις.
Γιατί επένδυσες σε λάθος ανθρώπους και έμεινες χωρίς δικούς σου ανθρώπους…
Γιατί…
Οι αιτίες μπορεί να μην τελειώσουν ποτέ…
Σε πιάνει… πανικός.
Σκέφτεσαι το υπόλοιπο μισό χαπάκι στην τσάντα. Χθες με βοήθησε, γιατί όχι και τώρα;
Γιατί ναι; σου λέει μια φωνή μέσα στο κεφάλι σου.
Κάνεις πως δεν την ακούς, τρέχεις προς την τσάντα, εκεί κάπου έριξες χθες το μισό χαπάκι…
Μόνο που το βλέμμα σου πέφτει στη φωτογραφία των παιδιών σου. Σταματάς…
Δυο ζευγάρια μάτια, δυο χαμόγελα. Οι δύο δικοί σου άνθρωποι.
Χαμογελάς, οι χτύποι της καρδιάς σου ηρεμούν και η δύσπνοια εξαφανίζεται μαγικά…
Αυτά είναι τα δικά σου χάπια. Οι δικοί σου άνθρωποι.
Εκείνοι που σε οδηγούν κάθε μέρα στον πιο γλυκό πανικό και σου δημιουργούν κρίσεις αγάπης…
Αφήνεις την τσάντα και χαμογελάς.
Δεν χρειάζεσαι κανένα χάπι, ηρεμία χρειάζεσαι και αγάπη.
Και τις αγκαλιές τους.
Τι πειράζει που μόλις έρθουν από το σχολείο θα σε οδηγήσουν και πάλι στην τρέλα; Μετά θα σε πάρουν αγκαλιά και όλα θα περάσουν.
Ηρεμία χρειάζεσαι. Και θα τη βρεις, πρέπει να τη βρεις. Γατί μπορεί τα προβλήματα πάντα να είναι εδώ, είσαι όμως και εσύ. Και πρέπει να ζήσεις.
Ηρεμία χρειάζεσαι, όχι χάπι…
Άλλο βέβαια πως, για να είσαι ειλικρινής, το μισό χαπάκι δεν το πέταξες.
Στην τσάντα σου το έχεις.
Για… ασφάλεια.
Αλλά, μάλλον δεν θα το χρειαστείς…