Το όνομά του μπορεί να σας θυμίσει τις ιστορίες του Λούκυ Λουκ.
Άλλωστε, υπήρξε ήρωας μιας ιστορίας του δημοφιλούς κόμικ…
Όμως ήταν ένα πρόσωπο υπαρκτό. Ένας ληστής της άγριας δύσης.
Και ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που παραδέχτηκε ότι ήταν… άθλιος ποιητής!
Ήταν ο Μπλακ Μπαρτ που κάποτε «συνάντησε» ο Λούκυ Λουκ στην «Ταχυδρομική Άμαξα»…
Ο Μπλακ Μπαρτ ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση ληστή.
Γιατί ήταν… κύριος και πάνω από όλα ποιητής!
Ο Τσαρλς Μπόουλς, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, γεννήθηκε το 1829 και από πολύ νέος βρέθηκε στην Καλιφόρνια ψάχνοντας χρυσό.
Σύντομα επέστρεψε στα Μεσοδυτικά όπου παντρεύτηκε και πολέμησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο, όπου μάλιστα και παρασημοφορήθηκε.
Μετά όμως από τις περιπέτειες, τις μάχες και τις τιμές, ήρθε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, η οποία, ειδικά για έναν αγρότη, ήταν πολύ σκληρή.
Πολλή δουλειά και ελάχιστα εισοδήματα…
Αποτέλεσμα ήταν να αλλάξει και πάλι πορεία και αφού αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τα παιδιά του, είπε να ξαναδοκιμάσει την τύχη του ως χρυσοθήρας και πήγε δυτικά.
Κάπου στο 1871 επέστρεψε σε ένα μικρό ορυχείο που είχε στήσει παλιότερα και κατάφερε να πάει τόσο καλά, ώστε τελικά η μεγάλη ταχυδρομική εταιρεία Wells, Fargo & Co., που επέμεναν να τους το πουλήσει, διέλυσε το μικρό υδραγωγείο που είχε φτιάξει για τις ανάγκες της δουλειάς του…
Κάπου εκεί χάνονται τα βήματά του, μέχρι τον Ιούλιο του 1875.
Τότε ο ήρωας της ιστορίας μας, εμφανίζεται για πρώτη φορά με νέο πρόσωπο. Αυτό του ληστή!
Φορώντας ένα άδειο σακί από αλεύρι στο κεφάλι πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά από μια άμαξα της Wells Fargo, σε ένα στενό πέρασμα, κρατώντας μια καραμπίνα και με ευγενική φωνή, παρακάλεσε τον οδηγό να πετάξει από την άμαξα το κουτί με τα χρήματα, ενώ αρνήθηκε να πάρει λεφτά και κοσμήματα που του πρόσφεραν οι πανικόβλητες επιβάτιδες της άμαξας λέγοντας: «Κυρίες μου, δεν επιθυμώ τα χρήματά σας. Ως προς αυτό, τιμώ αποκλειστικά και μόνο την αξιότιμη εταιρεία της Wells Fargo».
Μόλις ο οδηγός πέταξε κάτω το κιβώτιο, ο μυστηριώδης άνδρας το άρπαξε και εξαφανίστηκε μέσα στους θάμνους. Η λεία της πρώτης αυτής ληστείας του Μπλακ Μπαρτ ήταν 160 δολάρια.
Ακολούθησαν τουλάχιστον άλλες 28, όλες στο ίδιο μοτίβο, και πάντα σε άμαξες της Wells Fargo.
Ποτέ δεν πυροβόλησε, ποτέ δεν μίλησε άσχημα…
Στην τέταρτη και την πέμπτη ληστεία, για κάποιο λόγο που ουδέποτε διευκρινίστηκε, αποφάσισε να αφήσει στον τόπο του εγκλήματος … δύο ποιήματα!
I’ve labored long and hard for bread,
For honor and for riches,
But on my corns too long you’ve tread,
You fine-haired sons of bitches.
[Για την τιμή και το ψωμί μου μόχθησα
χρήματα για να βγάλω
μα εσείς, λεπτεπίλεπτα καθήκια, για καιρό
μου πατάγατε τον κάλο.]
Here I lay me down to sleep
To wait the coming morrow,
Perhaps success, perhaps defeat,
And everlasting sorrow.
Let come what will, I’ll try it on,
My condition can’t be worse;
And if there’s money in that box
’Tis money in my purse.
[Ξαπλώνω για να κοιμηθώ,
το αύριο προσμένω μόνο
Τη νίκη ή την ήττα μου
Και πάντοτε τον πόνο.
Χειρότερα δεν γίνεται,
Ας γίνει ό,τι πρέπει·
Αν έχει το κουτί λεφτά,
Θα ’χω λεφτά στην τσέπη.]
Τελικά, στις 3 Νοεμβρίου του το 1883, λίγο έξω από το Σαν Φρανσίσκ, οι δύο οδηγοί της Wells Fargo αντιστάθηκαν και τον ανάγκασαν να τραπεί σε φυγή, τραυματίζοντάς τον ελαφρά στο χέρι.
Ο Μπόουλς έδεσε το τραύμα με το μαντίλι του, το οποίο σύντομα μούλιασε στο αίμα και το πέταξε.
Μόνο που το μαντίλι είχε τη στάμπα του καθαριστηρίου όπου πήγαινε όλα του τα ρούχα και βρέθηκε στα χέρια της αστυνομίας…
Η σύλληψή του ήταν θέμα ημερών…
Ο Τσαρλς Μπόουλς-Μπόλτον-Μπλακ Μπαρτ συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση, αλλά βγήκε στα τέσσερα λόγω καλής διαγωγής.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους κατά την αποφυλάκισή του, είπε: «Έχω τελειώσει πλέον με τα εγκλήματα».
Όσο για το ποιητικό του ταλέντο, μάλλον το αμφισβητούσε, καθώς όταν τον ρώτησαν αν θα ξαναγράψει ποιήματα, η απάντησή του ήταν αποστομωτική:
«Όπως σας είπα, με τα εγκλήματα έχω πλέον τελειώσει».