Αφηγείται στο Unblock.gr ο Γιάννης Ράμμος, νυν μοναχός, κάτοικος Γκαζιού…
Τα παιδιά δεν κάνουν διακρίσεις
Θυμάμαι ήμουν επτά ή οκτώ ετών, μαθητής του δημοτικού, οπότε και άρχισα να συνυπάρχω με παιδιά Πομάκων, τους οποίους είχαν μεταφέρει από τις ακριτικές περιοχές στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να μην υπάρχει τεράστια συγκέντρωση του μουσουλμανικού στοιχείου στον Βορρά.
Παίζαμε μαζί και κάναμε παρέα, ωστόσο, υπήρχαν και κάποια παιδιά που απέφευγαν να συναναστραφούν μαζί τους. Βεβαίως, αυτή η διάκριση πήγαζε πάντοτε από τους γονείς. Τα παιδιά δεν έχουν τέτοιου είδους προβλήματα. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα πράγματα ήταν καλά.
Όσον αφορά στη γειτονιά, ακριβώς δίπλα από το σπίτι μου, έμεναν τρεις ή τέσσερις οικογένειες μέσα σε μιαν αυλή. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο αριθμός των παιδιών. Οι γυναίκες γεννούσαν στην κυριολεξία διαρκώς! Και στη γειτονιά, λοιπόν, παίζαμε και κάναμε παρέα. Κι εκεί βεβαίως υπήρχε ένας ρατσισμός, ο οποίος εκδηλωνόταν και πάλι από τους γονείς και για έναν ακόμα λόγο: Στους Πομάκους είχαν δοθεί θέσεις εργασίας στο δημόσιο (στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στα φυλάκια των σιδηροδρομικών γραμμών κλπ), στο πλαίσιο του σχεδίου που προανέφερα.
Μια δύσκολη ισορροπία
Τότε υπήρχαν στην περιοχή παραδοσιακά καφενεία. Έρχονταν, λοιπόν, να καθίσουν, αλλά επειδή είχαν τη δική τους διάλεκτο και δεν μιλούσαν καλά ελληνικά, τους έδιωχναν. «Εδώ είναι Ελλάδα και θα μιλάτε ελληνικά», τους έλεγαν. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ένας φίλος μου Πομάκος, ο Μιχάλης. Ότι και στην Τουρκιά όταν ταξίδευαν, πάλι τα ίδια προβλήματα αντιμετώπιζαν, εξαιτίας της μοναδικής διαλέκτου τους. Περίπου «ενδιάμεσοι» ήσαν δηλαδή, μια ιδιαίτερη κατάσταση.
Ύστερα άνοιξαν δικά τους καφενεία και πια δεν χρειαζόταν να πηγαίνουν στ’ άλλα. Μάλιστα κάποιοι ντόπιοι, λίγοι βεβαίως, άρχισαν να επισκέπτονται τα δικά τους καφενεία.
Χρώματα και μουσικές
Θυμάμαι πως έπαιρναν άδεια από την αστυνομία, προκειμένου να τελέσουν βαπτίσεις, γάμους ή να γιορτάσουν το ραμαζάνι, έξω, στους δρόμους. Εκείνες οι εκδηλώσεις μου άρεσαν πάρα πολύ. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σε ηλικία δέκα τριών ή δέκα τεσσάρων ετών, θυμάμαι το απίστευτο χρώμα που προσέδιδαν στο Γκαζοχώρι (όπως λεγόταν), όπου και διέμενα.
Οι γυναίκες κυκλοφορούσαν με τις παραδοσιακές τους βράκες και κάτι περίεργα τσόκαρα. Σαν μαχαλάς ήταν. Έχυναν νερά προς τον δρόμο… Στο σημείο αυτό, να πω ότι ήταν πολύ καθαροί άνθρωποι. Έπλεναν και σκούπιζαν διαρκώς, τις αυλές τους, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους κλπ.
Έκλειναν, λοιπόν, όλον τον δρόμο (και στο στενό που έμενα εγώ) και μαζεύονταν απ’ όλες τις γύρω περιοχές, τα Πετράλωνα, τον Κολωνό, τον Βοτανικό, είχαν τα τουμπερλέκια τους και τη μουσική τους και χόρευαν επί τρεις ημέρες! Η μία ημέρα ήταν για τις γυναίκες, η άλλη για τους άνδρες κλπ. Έβλεπες έναν άλλον πολιτισμό. Πολλά χρώματα και μουσική. Ήταν πολύ ωραία. Οι ντόπιοι έβγαζαν καρέκλες στα πεζοδρόμια, έτρωγαν πασατέμπο και τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Όμορφες εικόνες…
Γαλατικό χωριό
Φυσικά υπήρχαν και διαμάχες. Και μεταξύ τους, αλλά και με τους ντόπιους. Γίνονταν φασαρίες. Μάλιστα, οι γυναίκες τους, ήταν πιο «μάχιμες» από τους άνδρες! Έχει χαραχθεί στη μνήμη μου, μια ιδιαιτέρως ογκώδης κυρία -είχε και καμιά δεκαριά παιδάκια θυμάμαι- που κυριολεκτικών τρομοκρατούσε τους άνδρες! Εκσφενδόνιζε κατά καιρούς και κάνα τσόκαρο και γινόταν χαμός (γέλια)!
Άλλη μια χαρακτηριστική ιστορία: Στην οδό Ορφέως στο Γκάζι, στο περιβολάκι, ήταν τα «σύνορα» ας πούμε. Από τη μία πλευρά τα ντόπια καφενεία και από την άλλη των Πομάκων. Έπαιζε, λοιπόν, Ελλάδα-Τουρκία στο ποδόσφαιρο. Εκείνοι, λοιπόν, στο πλαίσιο της κόντρας που επικρατούσε, υποστήριζαν την Τουρκία και μάλιστα είχαν αναρτήσει εντός του μαγαζιού μια τουρκική σημαία. Το πήραν χαμπάρι οι άλλοι, ε, κι έγινε η μάχη του Δράμαλη!
Μαύρες σελίδες
Αργότερα εκδηλώθηκαν και κάποιες ρατσιστικές ενέργειες πολιτικής υφής. Θυμάμαι πως είχαν περάσει εθνικιστές και είχαν γράψει έχω από τις πόρτες των σπιτιών τους «Φωτιά στα τούρκικα σκυλιά». Οι Πομάκοι ήταν τρομοκρατημένοι γι’ αρκετό διάστημα. Είχαν κλειστεί μέσα στα σπίτια τους.
Με τα δικά μου μάτια
Μεγαλώνοντας και άλλο, κατάλαβα ότι ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Όποτε πήγαινα στα καφενεία τους, με τον φίλο μου τον Μιχάλη, οι άνθρωποι έτρεχαν να μ’ εξυπηρετήσουν και να μ’ ευχαριστήσουν. Ήταν πολύ εγκάρδιοι, καλοσυνάτοι και μάλιστα δεν με άφηναν ποτέ να πληρώσω, όσο και αν προσπαθούσα. Ήταν τιμή γι’ αυτούς, αυτή η απλή κίνηση: να πάω στο μαγαζί τους.
Στην πορεία, οι Πομάκοι αφομοιώθηκαν μέσα στη κοινωνία. Άφησαν τις πολύ πτωχές αυλές τους, κι ενοικίασαν άλλα σπίτια. Ωστόσο, άκουγες και πάλι τα τραγούδια τους. Περνούσες από την οδό Βουτάδων και την οδό Ιάκχου και άκουγες αμανέδες να βγαίνουν από τα μαγαζιά τους, που ήταν έτσι παραδοσιακά και που τώρα δεν υπάρχουν.
Νόμιζες πως βρισκόσουν σ’ έναν άλλον κόσμο. Ήταν σαν ένας μεγάλος μαχαλάς, όπως προείπα. Κάτι το διαφορετικό. Έπειτα χάθηκαν όλα αυτά, γεγονός που με στενοχώρησε πολύ. Χάθηκαν και άλλα πολλά και η εξέλιξη στην περιοχή είναι δυστυχώς αυτό το έκτρωμα που βλέπουμε. Χάθηκε το χρώμα, εξαφανίστηκε και η γειτονιά.
Νοσταλγία
Θυμάμαι τότε το μπακάλικο του Πλατανίτη, ο οποίος είχε μέσα τα βαρέλια, τους μεζέδες, καθόσουν ν’ ακούσεις ρεμπέτικα και στην άλλη γωνιά ήταν οι Πομάκοι, με τις παραδοσιακές βράκες τους με τους δικούς τους ήχους. Σήμερα, εκεί, υπάρχει μια καφετέρια. Αυτή η πολυπολιτισμικότητα ήταν απίστευτη. Ακόμα κάνω παρέα με κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους και θυμόμαστε τα παλιά. Έναν άλλον ρομαντισμό…