Όταν ήμουν μικρή, η γιορτή του πατέρα δεν ήταν γνωστή…
Δεν την ξέραμε.
Ξέραμε τη Γιορτή της Μητέρας και θυμάμαι τον πατέρα μου –τον μπαμπά μου και ας μην είναι τόσο λογοτεχνικό αυτό- να λέει χαριτολογώντας «Ούτε μια γιορτή δεν μου αξίζει»…
Και γέλαγα.
Στα χρόνια που πέρασαν ανακαλύψαμε τη γιορτή.
Και του έλεγα Χρόνια Πολλά.
Μα σήμερα, τρίτη Κυριακή του Ιουνίου, γιορτή του πατέρα, μετράω εκείνα τα Χρόνια Πολλά και τα βρίσκω λίγα…
Και δεν μπορώ πια να τα αναπληρώσω…
Όταν σκέφτομαι πως εκείνος δεν είναι εδώ, μπερδεύομαι.
Δεν μπορεί να μην είναι εδώ…
Εκείνος ήταν πάντα εδώ.
Ήξερε πάντα τη λύση σε κάθε πρόβλημα και η αγκαλιά του ήταν το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο…
Ήταν ο άντρας που με αγάπησε όσο κανείς…
Θυμάμαι τις τελευταίες μέρες που ήταν στην Εντατική. Στεκόμουν δίπλα του, τα λίγα λεπτά που μου το επέτρεπαν και τον κοίταζα σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά.
Γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν μου μίλαγε, δεν μου χαμογελούσε, δεν με ρωτούσε -με εκείνο τον τόνο της φωνής που έκρυβε όλη του την αγάπη- αν είμαι καλά.
Πρώτη φορά ήταν έτσι ανέκφραστος μπροστά μου. Πρώτη φορά έβλεπα την ηλικία του. Πρώτη φορά ήταν αβοήθητος.
Και εγώ ένιωθα τόσο λίγη. Εκείνος δεν με άφησε ποτέ χωρίς τη βοήθειά του και την μόνη περίοδο που ήταν ανίσχυρος δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω…
Μετά, ένα απόγευμα, χτύπησε το τηλέφωνο.
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής έλεγε διάφορα.
Η ακοή μου είχε σταματήσει σε εκείνο το «Λυπάμαι πολύ για τον πατέρα σας»…
Τι σήμαινε αυτό;
Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν να προχωρήσουν τα λεπτά, οι ώρες οι μέρες, η ζωή, μετά από αυτό το «λυπάμαι».
Ήξερα ότι μια μέρα θα γινόταν αυτό. Αλλά τώρα είχε γίνει…
Δηλαδή;
Το γέλιο του;
Το βλέμμα του;
Είχε παγώσει το κορμί μου.
Ψιθύρισα ένα μπαμπά και κοίταξα παντού στο δωμάτιο.
Καμία απάντηση φυσικά.
Και όμως την περίμενα…
Και μετά τον αποχαιρέτησα.
Τον μπαμπά μου, τον ήρωά μου.
Αυτό ήταν πάντα. Ο δικός μου ήρωας, που μου συγχωρούσε κάθε λάθος.
Στις μέρες που ακολούθησαν θυμήθηκα πολλές στιγμές…
Αγκαλιές, γιορτές, συμβουλές…
Εμένα, στην αυλή του χωριού να παίρνω φόρα και να τρέχω προς το μέρος του. Και εκείνος στην άλλη άκρη με ανοιχτή την αγκαλιά. Και να μου λέει «πως μεγάλωσες τόσο πολύ! Δεν μπορώ να σε σηκώσω!». Και ήμουν μόνο 5-6 χρόνων. Και εκείνος τόσο δυνατός…
Θυμάμαι όλα τα γενέθλια των παιδικών μου χρόνων και κοιτάω ένα άλμπουμ που μου είχε φτιάξει με μια φωτογραφία από κάθε χρόνο…
Θυμάμαι τα μάτια του περήφανα και ας μην είχα κάνει κάτι τόσο τρομερό…
Τον θυμάμαι όταν πήρα το πτυχίο μου, να με κοιτάει με τα μάτια δακρυσμένα από μια γωνιά της αίθουσας.
Την μέρα του γάμου μου, να μου σφίγγει το χέρι και να μου λέει «Σ΄αγαπώ»…
Στο μαιευτήριο, στις γεννήσεις των παιδιών μας, που, όταν όλοι με ρωτούσαν για το μωρό, εκείνος και η μαμά ρώταγαν πρώτα για μένα. «Είσαι καλά κοριτσάκι μου; Μήπως πονάς; Μήπως θέλεις κάτι». Και να δακρύζει. Κρυφά…
Τώρα, πώς να είμαι καλά μπαμπά;
Τώρα δακρύζω εγώ, αλλά δεν χρειάζεται να σου κρυφτώ…
Αυτά θέλω να θυμάμαι…
Όχι τον άνθρωπο στην εντατική…
Ο μπαμπάς ήταν πάντα χαμογελαστός, είχε πάντα ζωντάνια. Είχε φύγει πολύ πριν την Εντατική έτσι θέλω να πιστεύω… Γιατί δε θα το άντεχε αυτό…
Έχει περάσει ενάμισι χρόνος από τότε.
Η ζωή τελικά προχώρησε.
Τα δάκρυα σταμάτησαν.
Χόρεψα και πάλι, γέλασα και πάλι…
Και εκείνος;
Εκείνος είναι εδώ σε κάθε μου πράξη.
Γιατί όλα αυτά τα χρόνια ήταν στο πλευρό μου και σε κάθε μου σκέψη υπάρχει ένα δικό του μάθημα. Πολλές φορές, σε κάποια μου απόφαση, νομίζω ότι μου χαμογελά…
Και τότε ξέρω ότι είναι σωστή…
Και χαμογελάω κι εγώ. Γιατί, όσο και αν μου λείπει, όσο και αν πονάω, τον είχα τόσα χρόνια και ήμουν τυχερή.
Οπότε, αφού δεν μπορώ σήμερα να πω Χρόνια Πολλά μπαμπά, θα πω Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ μπαμπά γιατί υπήρξες στη ζωή μου…
Πάντα θα μου λείπεις…
Και πάντα θα πιστεύω ότι έπρεπε να είχα άλλη μια αγκαλιά…
Που δεν την πρόλαβα…