Από τη μεγαλούπολη στο χωριό, ήτοι από το φαιό στο πολύχρωμο, από το χάος στη γαλήνη…
Αυτό, που είναι απλό και «ανάσταση» μαζί, μπορεί να είναι το Πάσχα. Το πέρασμα σ’ ένα περιβάλλον γνώριμο, διόλου εχθρικό για τη σκέψη, όπου μπορείς να ξαποστάσεις πριν από την επιστροφή στον ατέρμονο Γολγοθά.
Όπου μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να κοιμηθείς, επιτέλους ήσυχα, αδειανός, απαλλαγμένος από τον θόρυβο, το δηλητήριο του καυσαερίου, το αύριο, το μέλλον γενικότερα, την ύλη και τις βαριές κουβέντες.
Ξυπνάς με τόσα πολλά και διαφορετικά κελαηδίσματα, κι έπειτα μυρίζεις το χώμα, χάνεσαι μέσα στα χρώματα του παρτεριού, στις ευωδιές των λουλουδιών, ψηλαφείς τους κορμούς των δέντρων, τα φύλλα στα κλαδιά, αναπνέεις καθάρειο αέρα…
Τα μεσημέρια χορταίνεις τον ήλιο και πιάνεις τον εαυτό σου να χαζεύει μικρόκοσμους, έντομα να δομούν παράξενες κοινωνίες, να κτίζουν, να συνυπάρχουν, να ομορφαίνουν τον κήπο με τα χρώματα και τα σχήματά τους, να συμπληρώνουν το κάδρο διακριτικά, αθόρυβα, εκεί όπου υπάρχει ακόμα η αλυσίδα της ζωής. Από τα μικρότερα, στα μεγαλύτερα. Παρατηρείς τα πάντα, θαυμάζεις την αρμονία, όλα σ’ επηρεάζουν.
Ύστερα επισκέπτεσαι τη θάλασσα και αγναντεύεις πέρα μακριά, το μυαλό σου γίνεται ένα με το γαλάζιο και όσο και αν αφρίζουν τα κύματα, εσένα σε ημερεύουν.
Όλα όσα υπάρχουν εκεί πίσω, είναι τώρα μικρά, ασήμαντα, αφού πια σε τυλίγει η φύση. Σε περιτριγυρίζουν τα παιδιά της και σου δείχνει πόσο μπορεί να σε αλλάξει, να σ’ ευεργετήσει και ας την είχες λησμονήσει. Να γεμίσει τον νου σου με πρωτόγονες σκέψεις, που αφανίζουν τ’ αδιέξοδα και φέρνουν τα προβλήματα στο πραγματικό τους μέγεθος, ώστε να γίνεις και πάλι όσο απλός χρειάζεται.
Και όταν πια έχει φύγει για τα καλά το απόγιομα, συμβαίνει κάτι μαγικό. Είχε διαγραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά από τη μνήμη σου, σαν να μην είχες γνωρίσει ποτέ τον κόσμο. Τόσο σε είχε απορροφήσει ο πανικός και το τσιμέντο. Κοιτάζεις ψηλά, αφηρημένος, μικρές λάμψεις σου έχουν κλέψει το βλέμμα και άξαφνα συνδέεσαι και πάλι με το σύμπαν. Ένα υπέροχος ουράνιος θόλος, γεμάτος μυστηριώδεις σχηματισμούς. Εάν ξαπλώσεις κάτω στο χορτάρι και κοιτάζεις ψηλά, χάνεις την αίσθηση του χρόνου, την απόσταση που σε χωρίζει από τη Δημιουργία. Ό,τι πολύπλοκο είχε αρχή και τέλος, έχει αποβληθεί.
Αυτό μπορεί να είναι το πέρασμα. Και ίσως, κάπως έτσι, η ανάγκη να βρεις τον εαυτό σου, καλύπτεται από κάτι υπερφυσικό και ας μην έχει την υφή του θείου, όπως η Ανάσταση: Από τη γείωση με την πλάση, ταξιδεύοντας από τους λιλιπούτειους του παρτεριού, μέχρι τους τιτάνες του διαστήματος…