«Όταν γράφω, μάχομαι…»
Χάνα Άρεντ
Η επιθανάτιος ρόγχος της αξιοπρέπειας στη δημοσιογραφία, είναι όμοιος με τον ήχο ενός τυμπάνου, που δίνει τον μονότονο ρυθμό του στ’ αμπάρια μιας γαλέρας…
Όπου χιλιάδες δημοσιογράφοι τραβούν το κουπί της σκλαβιάς, με το μαστίγιο ενός υψηλόβαθμου συναδέλφου τους πάνω από το κεφάλι τους και βαριές αλυσίδες να τους κρατούν καρφωμένους στο καράβι της ελπίδας.
Επισήμως, έξω από την ανεργία, ανεπίσημα, μέσα σ’ ένα πλοίο που έχει βάλει ρότα για το αρχιπέλαγος με τις ατόλες των δούλων. Αποτελούν καταναλώσιμο, φτηνό υλικό.
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕΙ;
«Γιατί να τους προστατέψει», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος που ξεμπερδεύει εύκολα με το καθετί, καταχωνιάζοντας ανόμοια πράγματα στο μεγάλο τσουβάλι του.
Βλέπετε, οι μη δικτυωμένοι (κι ας έχουν καλή προϋπηρεσία) ή νέοι δημοσιογράφοι, τυγχάνουν πολλάκις απαξιωτικής αντιμετώπισης, η οποία είναι άδικη, καθώς πληρώνουν αμαρτίες μεγαλοκαρχαριών του κλάδου.
Διαπλεκόμενων υπαλληλίσκων, που επί δεκαετίες μόλυναν τους ωκεανούς της ενημέρωσης, με την γκεμπελίστικη προπαγάνδα τους. Υποτακτικών των αφεντικών, που με τη σειρά τους αποτελούσαν υπηρέτες του Κεφαλαίου. Εκείνων των επιχειρηματικών συμφερόντων, που πρέσβευαν το σύστημα.
Ναι, άλλοτε ήταν οι πραγματικά ισχυροί μες στο παιχνίδι, μα τώρα βγήκαν πρόσφορο έδαφος μαρίδες και τυχοδιώκτες, κι έτσι τα πράγματα έχουν γίνει εφιαλτικά για την πλειοψηφία. Για τους πολλούς, που, κατά τα ειωθότα, πληρώνουν το μάρμαρο όταν στενεύουν οι χώροι.
Πλέον τα πράγματα είναι χειρότερα από κάθε άποψη…
Κατ’ αρχάς, ο αυριανισμός βασιλεύει. Μιλάμε, δηλαδή, για απίστευτο κιτρινισμό. Για γιγάντωση της παραδημοσιογραφίας, με ανθρώπους να λαϊκίζουν από το πρωί ως το βράδυ, να δολοφονούν χαρακτήρες, συκοφαντώντας χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, δια μέσου φρικτών λιβελογραφημάτων: Στημένα δημοσιεύματα, δήθεν αποκαλύψεις, ψεύδη.
Ένας βομβαρδισμός με χαλκεύματα. Η μουβιόλα δουλεύει νυχθημερόν και τα φερέφωνα παραπληροφορούν εσκεμμένα τον λαό. Φυσικά, το εν λόγω έργο επιτελείται από τα τσακάλια των Μ.Μ.Ε., στα οποία συγκαταλέγονται και πρόσωπα που άλλοτε ρητόρευαν για «εξυγίανση του κλάδου». Πια, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μονταζιέρας.
Όμως, τα σκλαβοπάζαρα στήνονται στα πιο χαμηλά. Εκεί, όπου άνθρωποι πληρώνονται με 300 ευρώ καθαρά, για να δουλέψουν 7 μέρες την εβδομάδα, επί 10 ώρες την ημέρα. Ένα ευρώ ανά ώρα, με τρομερή πίεση και άγχος: «η ταχύτητα είναι το παν». Ένα ευρώ ανά ώρα, με τα εισιτήρια του μετρό να κοστίζουν 2,40. Τους απομένουν 7,60 εάν δεν φάνε τίποτα στη δουλειά. Ο καφές είναι πολυτέλεια· για τσιγάρο ούτε λόγος.
Όλα αυτά ελέω Καπιταλισμού, για να μην ξεχνιόμαστε…
Ένα ευρώ ανά ώρα, με τον μεγαλόσχημο συνάδελφό τους να έχει παράπονα, κι ενίοτε να τους φέρεται λες και τους κάνει χάρη που δεν φέρει -τω όντι- βούρδουλα.
Είναι ο ηλεκτρονικός Τύπος!
Ένα ευρώ ανά ώρα, δίχως να βάζουν την υπογραφή τους, αφού αναπαράγουν ό,τι υπάρχει στο αχανές διάστημα του διαδικτύου.
Ανώνυμοι, αναλώσιμοι άνθρωποι: τα τρία άλφα της αμαρτίας…
Επιχειρηματιών που λυμαίνονται τον κλάδο. Ακόμα χειρότερα, δημοσιογράφων που άνοιξαν μαγαζιά, κι εκμεταλλεύονται τις αγωνίες των συναδέλφων τους. Ακόμα χειρότερα, δημοσιογράφων που τάχα ανήκαν στις προοδευτικές δυνάμεις.
Βάζουν τα ρομπότ να παράγουν μεγατόνους σκουπιδιών, απομυζώντας υπεραξία μέσω αυτής της δουλείας. Με την ποσότητα να είναι το μόνο ζητούμενο. Την ψυχολογική καταρράκωση του εργαζόμενου και την απαξίωση του ίδιου του επαγγέλματος, το θλιβερό αποτέλεσμα.
Τα ρομπότ, που δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν ούτε συνδικαλιστικά, καθώς δεν τους παρέχεται το δικαίωμα.
Στο έλεος των ορέξεων του καθενός…