Πάντα κάνεις τους άλλους να γελούν…
Θέλεις να βλέπεις τους γύρω σου χαρούμενους…
Και πάντα έχεις κόσμο γύρω σου.
Όλοι επιδιώκουν την παρέα σου.
Ξέρουν ότι μαζί σου θα περάσουν καλά.
Και θα ξεχάσουν για λίγο τη μιζέρια τους. Θα παρασυρθούν στο ρυθμό σου…
Και όλα είναι καλά. Κάθε βραδιά κυλάει όμορφα και όλοι είναι χαρούμενοι…
Μέχρι τη στιγμή που δεν είσαι εσύ καλά…
Ακόμα και οι κλόουν μελαγχολούν ξέρετε. Ακόμα και οι αισιόδοξοι άνθρωποι χάνουν τη ψυχραιμία τους. Ακόμα και οι χαρούμενοι δακρύζουν…
Και τότε έρχεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια. Την απουσία.
Όταν παύεις να γελάς, και κυρίως όταν πρέπει κάποιος άλλος να κάνει εσένα να γελάσεις, ανακαλύπτεις ότι αυτός ο άλλος δεν υπάρχει.
Όλοι εκείνοι που βρίσκονταν γύρω σου – στην καλύτερη περίπτωση- σε κοιτούν αμήχανα.
Αν δεν εξαφανιστούν…
Δεν ξέρουν τι να σου πουν, πώς να χειριστούν τη σιωπή ενός ανθρώπου που τον έχουν μάθει πάντα να μιλά.
Πώς να σταματήσουν το δάκρυ κάποιου που πάντα γελά.
Και κυρίως πώς να του φέρουν το χαμόγελο στα χείλη…
Και εσύ, να είσαι χαμένος σε μια κατάσταση που δεν ξέρεις πώς να αντιμετωπίσεις.
Για πρώτη φορά καταλαβαίνεις πως είναι να μην μπορείς να βρεις το χαμόγελο. Καταλαβαίνεις πως αισθάνονται εκείνοι που το αναζητούν, γιατί για πρώτη φορά έρχεσαι στη θέση τους.
Και προσπαθείς να τους αντιγράψεις.
Όπως εκείνοι έψαξαν το χαμόγελο σε σένα, έτσι και εσύ το αναζητάς σε εκείνους.
Μόνο που εκείνοι απομακρύνονται…
Λες και θα τους κλέψεις το χαμόγελο που κάποτε τους έδωσες.
Και σε πιάνει… απελπισία.
Δεν είναι μόνο το γεγονός πως για πρώτη δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις με γέλιο τα προβλήματα, είναι –κυρίως- το γεγονός πως ανακαλύπτεις πως κανείς δεν θα σε βοηθήσει.
Φταις και εσύ…
Τόσο καιρό τους είχες μάθει να μην σε φροντίζουν. Ήξεραν πως εσύ θα τα καταφέρεις μόνος σου…
Ήξεραν πως, ότι και να γίνει, εσύ θα χαμογελάσεις και θα πεις «πάμε παρακάτω».
Και τώρα που έχεις μείνει στάσιμος, που δεν μπορείς να βρεις αυτό το βήμα για… παρακάτω, που κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και βλέπεις μόνο θλίψη, εκείνοι δεν είναι εδώ.
Είσαι σαν τους κλόουν που όλοι γελάνε με τα αστεία τους, αλλά κανείς δεν θέλει να δει την μελαγχολία στα μάτια τους…
Ένας κλόουν μελαγχολικός είναι πολύ πιο δυσάρεστος από οποιονδήποτε άλλον…
Ένας κλόουν έχει χρέος να είναι αστείος. Να κάνει τους άλλους να γελούν.
Και εσύ στο τέλος αυτό θα κάνεις.
Θα παλέψεις και τελικά θα το βρεις το χαμόγελο σου.
Και τότε με ένα τρόπο μαγικό θα βρεθούν όλοι γύρω σου.
Και εσύ –γιατί έτσι είσαι φτιαγμένος- θα ξεχάσεις ότι είχαν φύγει και θα είσαι πάλι η πηγή του γέλιου τους.
Και κάπως έτσι θα μπουν όλα πάλι στη σωστή τους σειρά.
Με ένα απλό… Γέλα παλιάτσο!