«Πήραμε την ζωή μας λάθος, κι αλλάξαμε ζωή…»
Ποτέ, λοιπόν, δεν είναι αργά, ν’ αντιληφθείς το λάθος και ν’ αλλάξεις ρότα, προτού φθάσεις στα έσχατα.
Η Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, αποτελεί τον ενθουσιώδη καταναλωτή της δυτικής σαβούρας. Ενσωματώνει, δε, με καθυστέρηση, τ’ αποφάγια των τηλεοπτικών αποβλήτων της, την ώρα που οι υπόλοιπες κοινωνίες προσαρμόζονται στο επόμενο πείραμα του χυλού. Εκείνο της μαζοποίησης των εγκεφάλων ενάντια στην καλαισθησία, άρα και τον τρόπο που οραματίζονταν τον κόσμο. Βέβαια, η δημιουργία ανούσιων προτύπων, η παραπληροφόρηση, η συκοφαντία και η αναπαραγωγή της σούπας, με την οποία βομβαρδιζόμαστε καθημερινώς και αδιαλείπτως, αιτιολογούνται.
Κύριος εκφραστής της ενημέρωσης μ’ επίκεντρο τα γυναικεία οπίσθια, τη σύζυγο του τάδε, τη γκόμενα του δείνα, την ατάκα της παρουσιάστριας, το «ζωντανό ατύχημα» της τηλε-περσόνας, το σκύψιμο της τραγουδιάρας, το γυμνό ποστάρισμα της ηθοποιού και άλλων φαιδρών, είναι ο ηλεκτρονικός Τύπος. Και κάπου στη μέση της «αγίας» ροής, αραδιάζεται η είδηση με τη φωτογραφία του παιδιού (μιας άλλης, μακρινής διάστασης) γεμάτο χώματα, με απεγνωσμένο βλέμμα και απλωμένο το χέρι. Κι έτσι λέμε πως βγάλαμε και αυτήν την υποχρέωση, πως δικαιολογήσαμε την εξάπλωση της παρακμής.
Είναι μια παρακμή που έχει παρεισφρήσει σε κάθε επίπεδο του χώρου. Καθώς, δεν μεσουρανούν μόνον οι «συγκλονιστικές» ειδήσεις από το στρατόπεδο των εθελοντών ναυαγών ή από εκείνο των «σχολών» ποικίλων ταλέντων του ξεκατινιάσματος, αλλά και αυτές της παραποίησης και του ψεύδους. Αυτές που κατασκευάζονται στο μεγάλο εργαστήρι των περίφημων – ιερών «κλικ», ήτοι του κέρδους.
Άλλωστε, στον βωμό του κέρδους πλάθουν την αποχαύνωση των πολιτών, μιας και αυτή βολεύει κι από κάθε άλλη άποψη. Είναι, βλέπετε, αμερικανιά να συνδυάζεις το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κι εμείς ξεπεράσαμε όλους τους Ευρωπαίους στην ευκολία της ένταξης οιασδήποτε μορφής αμερικανόφερτης στρέβλωσης και παθογένειας.
Αλίμονο, πώς να… μείνουμε πίσω; Πώς να μην αγκαλιάσουμε το εφήμερο και ό,τι κάνει κούφιο κρότο, και δη τώρα, σ’ ετούτον τον βουβό απόηχο της πολιτισμικής ήττας μας. Μιαν ήττα που διαφαινόταν από καιρούς που έζησα κι εγώ, όταν το χαζοκούτι έβριθε από τα μεσημεριανάδικα της ντροπής, τα οποία έβαζαν ανθρώπους να σκοτώνονται μεταξύ τους στον… αέρα της ανθρωποφαγίας, της αδηφάγου τηλεθέασης. Για μια χούφτα δολάρια φυσικά, μα και για τα μάτια της Επιτυχίας στη διαβρωτική περίοδο της μεταπολίτευσης, οπότε και η συνείδηση του Έλληνα έγινε πλαστή, σαν τις τωρινές φωτογραφίες στα επίπλαστα δημοσιεύματα των διαφόρων ιστοτόπων.
Κι έτσι, το εύφορο έδαφος των Σοδόμων και των Γομόρρων του διαδικτύου, γέννησε έναν ηλεκτρονικό Τύπο που αποπνέει δυσωδία, όπως και οι εν λόγω βιβλικές πόλεις. Τα προϊόντα της χαβούζας είναι καθημερινώς αναρίθμητα, με την ποιότητα, όχι απλώς να περνά σε δεύτερη μοίρα, αλλά να κρίνεται απαγορευτική, καθότι χρονοβόρα και ασύμφορη, αφού δεν πουλάει.
Φυσικά, τα λιμνάζοντα νερά τα συντηρεί ο νόμος της αγοράς, η προσφορά και η ζήτηση, άρα τα συντηρούμε εμείς. Μας διασκεδάζουν, δεν προσδοκούμε κάτι καλύτερο, δεν προσβάλλουν την αισθητική μας; Την απάντηση τη γνωρίζουμε οι ίδιοι. Το σίγουρο είναι πως το τέλος αυτής της θλιβερής ιστορίας περνάει και από το χέρι όλων όσοι το επιθυμούμε, δια μέσου των επιλογών μας. Με άλλα λόγια, η λύση είναι η απομόνωσή τους. Βέβαια, το μποϊκοτάζ θα μπορούσε να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα και σε άλλους τομείς της ζωής μας, όμως, εν αντιθέσει με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, δεν το «κατέχουμε το άθλημα».
Ωστόσο, όπως αφήνει να εννοηθεί και ο Σεφέρης, ποτέ δεν είναι αργά…