Ένας άντρας που μπορούσε να φτιάξει μαγικές ιστορίες…
Ένας άντρας που αγάπησε πολύ…
Και τελικά έκανε ένα λάθος..
Ή μια λάθος επιλογή.
Μία επιλογή που τον έφερε σε έναν αποτυχημένο γάμο. Που του στέρησε για πάντα την μόνη γυναίκα που αγάπησε.
Μια ιστορία ζωής που ξεπέρασε ίσως και αυτές τις ίδιες τις ιστορίες της πένας του.
Ή δημιούργησε κάποιες από αυτές.
Άλλωστε, όπως της είπε κάποτε: Όλες οι ιστορίες που θα γράφω θα είναι για σένα.
Γιατί ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αγάπησε πολύ την Χάντλεϊ και ας την άφησε κάποτε για μια άλλη γυναίκα.
Αγάπησε πολύ τη σύζυγο του Παρισιού, “The Paris Wife”, όπως έγινε γνωστή…
Στο βιβλίο με τίτλο «Hemingway In Love» ο Ααρον Εντουαρντ Χότσνερ μιλάει για την πολύπλοκη προσωπική ζωή του διάσημου συγγραφέα και το ερωτικό τρίγωνο που τον στοίχειωνε μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Μία ιστορία για την οποία απέφευγε να μιλάει.
«Όμως το 1954, ένα σχεδόν θανατηφόρο δυστύχημα στην Αφρική τον έκανε να επανεκτιμήσει τη ζωή του. Ξαφνικά τίποτα δεν φαινόταν πιο σημαντικό από το να επανεξετάσει αυτά τα χρόνια, όταν άφησε την μόνη αληθινή αγάπη του να φύγει», όπως γράφει ο Χότσνερ. «Έτσι άρχισε να μου λέει – σε κασέτες, σε γράμματα και συχνά σε μεγάλες συνομιλίες – για την οδυνηρή εμπειρία του να είναι ερωτευμένος με δύο γυναίκες ταυτόχρονα και πώς η Πολίν κατέστρεψε τον πρώτο και πιο ευτυχισμένο γάμο του.»
Εκείνη την περίοδο, ο Χέμινγουεϊ ζούσε με την Χάντλεϊ και το νεογέννητο γιο τους Τζακ, πάνω από ένα πριονιστήριο στο Παρίσι.
Μια ζωή φτωχική, αλλά γεμάτη έρωτα…
«Λάτρευα την εμφάνισή της και την αίσθηση της στο κρεβάτι» έλεγε ο Χέμινγουεϊ για την Χάντλεϊ…
Ήταν η περίοδος που ο Χέμινγουεϊ άρχιζε να γίνεται γνωστός ως συγγραφέας, ειδικά αφού, το 1925, ο Σκοτ Φιτζέραλντ δημοσίευσε το αριστούργημά του, «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι».
Οι δύο συγγραφείς συναντιόντουσαν συχνά για ποτό στο Ritz. Τότε ο Φιτζέραλντ τον σύστησε στον πλούσιο και παρηκμασμένο κύκλο των φίλων του, στον οποίο περιλαμβάνονταν και δύο αδελφές, η Πολίν και η Τζίνι Πφάιφερ.
Οι Πφάιφερς άρχισαν να αποκτούν ένα έντονο και… ασφυκτικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την οικογένεια του, αγοράζοντας ακριβά δώρα για το γιο του και καλώντας τη γυναίκα του για επιδείξεις μόδας και τσάι στο ξενοδοχείο Crillon.
Περιστασιακά, οι δυο αδελφές τραβούσαν τον Χέμινγουεϊ σε εξόδους, ωστόσο ο ίδιος ήταν αμείλικτος: «Δεν με ενδιέφεραν. Η ζωή με την Χάντλεϊ ήταν υπέροχη» θυμόταν ο ίδιος. Μετά από ένα χρόνο επίμονης πολιορκίας, η Τζίνι παραιτήθηκε, όχι όμως και η Πολίν.
Ο Χέμινγουεϊ κρατούσε ακόμα σταθερές αντιστάσεις, μέχρι που ένα βράδυ εκείνη τον κάλεσε στο διαμέρισμά της…
Το… λάθος του είχε ξεκινήσει.
Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, το σεξ μαζί της είχε γίνει ένα είδος ναρκωτικού. «Αν και μισώ να το παραδεχτώ, ήμουν τόσο κολλημένος μαζί της, όσο και με τη Χάντλεϊ»….
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Ερνεστ και η Χάντλεϊ κλήθηκαν να μείνουν σε μία από τις δύο γειτονικές βίλες στην Νότια Γαλλία. Λίγο μετά την άφιξή τους, ωστόσο, ο μικρός Τζάκ έπαθε κοκκύτη και η οικογένεια μπήκε σε καραντίνα.
Η Πολίν αμέσως προσφέρθηκε να βοηθήσει, λέγοντας ότι είχε ανοσία στην ασθένεια. Ο Ερνεστ συμφώνησε σε αυτό, αν και ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Οπως ήταν αναμενόμενο, η Πολίν έμεινε και αφού το αγόρι ήταν πλέον εκτός κινδύνου.
Μια μέρα, ο Χέμινγουεϊ προσπάθησε να εκμυστηρευθεί στον Σκοτ Φιτζέραλντ το πρόβλημά του. Ο μυθιστοριογράφος όμως φαινόταν να γνωρίζει ήδη το μυστικό του. «Έχω μάτια,» του είπε. «Ο τρόπος που σε κοιτάζει. Σε τριγυρίζει. Και τώρα εμφανίζεται εδώ. Έχεις μπλέξει με επικίνδυνη γυναίκα. Όταν έφτασα για πρώτη φορά στο Παρίσι, άκουγα γι’ αυτήν ότι ψάχνει απεγνωσμένα έναν άντρα. Σε θέλει για τον εαυτό της και θα κάνει τα πάντα για να σας έχει»…
Δυστυχώς, ο Χέμινγουεϊ ήδη αγαπούσε και τις δύο γυναίκες…
Η Χάντλεϊ άρχισε να καταλαβαίνει και απαίτησε να της πει την αλήθεια, προτείνοντάς του να του δώσει χρόνο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Εκείνος ήθελε να τις κρατήσει και τις δύο.
Η σχέση του με την Πολίν συνεχίστηκε έτσι και η Χάντλεϊ του ανακοίνωσε ότι μόλις επιστρέψουν, θα ζητήσει διαζύγιο και θα μείνει σε άλλο σπίτι με το παιδί.
«Ήταν σαν να μου διάβασε τη θανατική μου καταδίκη» παραδέχθηκε ο συγγραφέας στον Χότσνερ.
Το επόμενο διάστημα, έπεσε στο αλκοόλ, προσπάθησε να προσευχηθεί αν και δεν ήταν θρήσκος, ενώ αρκετές φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Τελικά, παντρεύτηκε την Πολίν, μπαίνοντας σε ένα γάμο που ποτέ δεν τον έκανε ευτυχισμένο, ενώ γύρισε στην Αμερική.
Τότε, ο Σκοτ Φιτζέραλντ του έγραψε ότι η Χάντλεϊ είχε ξαναπαντρευτεί.
«Ονειρευόμουν ότι θα με περίμενε για πάντα και κάποτε θα έβρισκα την δύναμη να αφήσω την Πολίν και να επιστρέψω στην αγαπημένη μου οικογένεια» αποκάλυψε στον Χότσνερ.
Από τότε που βγήκε το διαζύγιο, της έγραφε συχνά για να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε. Αλλά τελικά η Χάντλεϊ του έγραψε ότι οι επιστολές του ενοχλούσαν το νέο σύζυγό της κι έτσι η αλληλογραφία σταμάτησε.
Η Πολίν με τον Χέμινγουεϊ έκαναν δύο γιους, τον Πάτρικ και τον Γκρέγκορι, αλλά ο Χέμινγουεϊ έφυγε γρήγορα για την Κούβα και εκεί έκανε σχέση με μία 22χρονη Νεοϋορκέζα. Μάλιστα με κακία είπε στην Πολίν τα πάντα για αυτήν και της έδειξε και μία φωτογραφία της.
Η Πολίν του είπε ότι είχε δει έναν πλαστικό χειρουργό για να διορθώσει τη μεγάλη μύτη, τα χείλη και τα πεταχτά αυτιά της…
«Τότε ήξερα ότι ήθελα διαζύγιο. Η σχέση μας ήταν βαρετή. Δεν κολλάγαμε, δεν είχαμε τίποτα να συζητήσουμε. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα πλούτη της για να με κρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε». Τελικά, ακόμη και η πεισματάρα Πολίν αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ο γάμος τους είχε τελειώσει.
Άλλωστε η Χάντλεϊ δεν βγήκε ποτέ από τη ζωή του.
Λίγο καιρό αργότερα, στο Παρίσι, τη συνάντησε εντελώς τυχαία…
Έβγαινε από ένα ταξί όταν την είδε, έτρεξε και την αγκάλιασε.
Λίγα λεπτά αργότερα, έπινε σαμπάνια μαζί του σε ένα εστιατόριο. «Θα σ ‘αγαπώ πάντα», της είπε.
Σήκωσε το ποτήρι της, τσούγκρισε το δικό του και του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Όπως περίμεναν στη γωνία για τα φανάρια να αλλάξουν, της είπε: «Θέλω να ξέρεις Χάντλεϊ, θα είσαι το αληθινό κομμάτι κάθε γυναίκας για την οποία θα γράφω. Θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ψάχνοντας εσένα. »
Όταν το φανάρι έγινε πράσινο, η Χάντλεϊ τον φίλησε για αντίο και διέσχισε τον δρόμο.
Δεν την είδε ποτέ ξανά.
Δύο εβδομάδες πριν αυτοκτονήσει, μιλώντας με τον Χότσνερ, του είπε:
«Πες μου αυτό. Πώς ένας νεαρός άνδρας ξέρει πότε ερωτεύεται για πρώτη φορά – πως μπορεί να ξέρει ότι θα είναι η μόνη αληθινή αγάπη της ζωής του; Πώς μπορεί να ενδεχομένως να ξέρει;».
«Με λίγη τύχη ίσως ονειρευτώ το Παρίσι», συμπλήρωσε…