Ευριδίκη Βλάσση
Πόσες φορές έχετε φτιάξει βαλίτσα στην ζωή σας γιά ταξίδι; Εγώ, όπως όλοι οι ιπτάμενοι, άπειρες! Και πόσα κουβαλούσαμε…Έχουμε και λέμε : Μιά Βου στολή, που θα αντικαθιστούσε αυτή που φορούσες αν λερωνότανε η σκιζόταν, και Γου καμμιά φορά -ανάλογα του πόσο άτσαλος ήσουν στα galley*- παπούτσια λούσου – αυτά τα μεσαιωνικά εργαλεία βασανισμού με τους 12 πόντους – παπούτσια σερβιρίσματος -σαφώς πιο συμπονετικά με λιγότερους πόντους στα τακούνια, έξτρα μπαταρίες γιά τον φακό, τον φακό, και κάλτσες, πολλές, οι πόντοι τρέχανε ακούραστα, βαφτικά – το μακιγιάζ του εθνικού θεάτρου -γιά να μην αγριοδείχνει άβαφτη η μούρη κάτω απ τα νέον φώτα του αεροπλάνου- ραφτικά – πάντα κάποιο κουμπί έκανε ηρωική απόδραση – πτητικά εγχειρίδια και βιβλίο γιά τις μοναχικές ώρες της βάρδυας η της αυπνίας, στην πρώτη βαλίτσα, την μικρή, στην μεγάλη, ρούχα αναγκαία ανάλογα το ημισφαίριο και την εποχή και χώρο μπόλικο γιά τα σκατολοϊδια που ανεμαζεύαμε απ τις αγορές και τα παζάρια του κόσμου.Τις ετοίμαζαμε απ την προηγούμενη με πολύ περίσκεψη. Χρειαζόταν το λιγότερο δυνατό βάρος, μιά που έσερνες τις βαλίτσες σου, πολλά μέτρα μέσα στ’ αεροδρόμια. Επιστήμη το φτιάξιμο της βαλίτσας, που έφτανε στο απόγειό της, στην πράξη της νόστιμης ημέρας, του γυρισμού, με όλα τ αναγκαστικά χουσαμέτια και τ’ άλλα που έπρεπε όλα να βολευτούν κάπως .. Όταν πήρα σύνταξη η πρώτη κίνηση που έκανα αυθόρμητα ήταν να χαρίσω και τις δυό βαλίτσες, με την ευχή στα άτομα που τις πήραν, να κάνουν έστω τα μισά ταξίδια απ αυτά που έκανα στα χρόνια της θητείας μου. Θητεία, γιατί δουλειά δεν μπορώ να την ορίσω. Ξεπερνούσε πάντα τα σωματικά όρια κι αρκετές φορές τα ψυχικά, η συμπίεση κι ο ξερός αέρας, ήταν ζόρικες συνθήκες γιά το σώμα σε κάθε πτήση. Αλλά επιλογές μας και οι θητείες πάντα, δεν μετανιώνω γιά καμμιά.
Ταξίδευα από πολύ μικρή ασυνόδευτη στην διαδρομή απ το Ηράκλειο στην Αθήνα, όπου είχε ασχολίες η μητέρα μου. Ο μπαμπάς με παρέδινε στο κορίτσι του εδάφους κι αυτή με πήγαινε στο αεροπλάνο – τότε πηγαίναμε με τα πόδια εκεί διασχίζοντας την εθνική οδό, και με παρέδιδε στο πλήρωμα της καμπίνας. Το ταξίδι μ’ ενθουσίαζε, ειδικά όταν είχε αναταράξεις, και συνήθως κουνούσε γιατί τότε, δεκαετία του 60, τα αεροπλάνα πέταγαν χαμηλά και τρώγανε όλο τον καιρό στο δόξα πατρί. Ένιωθα καλά, έκανα κούνια, όταν δεν “κουνούσε” το ταξίδι μου ξύνιζε. Επίσης μ άρεσαν πολύ τα κορίτσια, πάντα μου χαμογελούσαν και μου χάριζαν, συνεπικουρούσης και της πιτσιρικίστικης τσαχπινιάς, πολλές καραμέλες. Έμπαινα στις κουζίνες τους -είχα μάθει την ρουτίνα – χαμογελαστά και σεμνά – δήθεν – ζήταγα κι άλλη μία καραμέλα απ αυτήν που μου είχαν ήδη προσφέρει στην επιβίβαση. Αυτές γελώντας έπιαναν την μικρή ασπρογάλαζη σακουλίτσα, την γέμιζαν μέχρι επάνω καραμέλες και μου την έδιναν. Κάθε φορά, το “κόλπο” έπιανε, κι έφτανα στη μαμά μου πάντα, με καραμέλες να ξεχειλίζουν απ όλες τις τσέπες. Μ άρεσαν και τα μικρά σαπουνάκια που είχαν στα w.c -είχα ανακαλύψει και τα συρταράκια που τα έβαζαν κι τα παιρνα όλα γιά τα παιχνίδια με τις κούκλες. Μ άρεσαν και κάτι μικρά κουτάκια διαφημιστικά τσιγάρων Δήλος. Τα πρόσφεραν στους επιβάτες τότε -ζήταγα πάντα κι άλλα – γιά παιχνίδι – αλλά είχαν σώσει πολλές φορές την μάνα μου, που μανιώδης καπνίστρια ερχόταν σε δύσκολη θέση όταν ξέμενε από νικοτίνη ειδικά αργά το βράδυ, τα κουτάκια ήτανε σωτήρια. Και τα δελφίνια στην ταπετσαρία μ άρεσαν, κι η μουσική – του αεροπλάνου, ήταν Χατζιδάκις κι παρέμεινε γιά πολύ καιρό σαν μουσική επιβίβασης στ αεροπλάνα “Το χαμογελο της Τζοκόντα” … Όταν οι ιπτάμενες κοπέλες με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, “αεροσυνοδός ” τους έλεγα κι ήμουν πέντε … Φυσικά αεροσυνοδός, τόση κούνια μπέλα, τόσες καραμέλες, τόσα σαπουνάκια, τόσες γλύκες και τόσα χαμόγελα που θα ξανάβρισκα… Φαίνεται εκείνη την ώρα έξω απ το αεροπλάνο και σε παράλληλη πτήση απ την δικιά μας πετούσε το δαιμόνιο των ευχών κι ακούγοντάς με, είπε γεννηθήτω το θέλημά σου, είναι που λένε πρόσεχε τι ζητάς , μπορεί και να το λάβεις.
Επαγγελματίας εν στολή, χρόνια μετά, μέσα σε ένα αίρμπας παρακολουθώ κοπελάκι πεντάχρονο να προσπαθεί ν ανοίξει την πόρτα της τουαλέτας, σηκώνομαι να το βοηθήσω, μου χαμογελάει – θυμάμαι εμένα. Μόλις βγαίνει την κοιτάω στα μάτια και την ρωτάω, τάξε αυστηρά, αν έχει αφήσει κανένα σαπουνάκι γιά τους υπόλοιπους επιβάτες προσπαθώντας να μην βάλω τα γέλια και χαλάσω το αυστηρό ύφος, όταν η πιτσιρίκα όλο απορία γιά το που ήξερα ό, τι είχε κάνει, έχει ανοίξει στοματάκι και με κοιτά απορημένα, γιά λίγο όμως, μετά σκάει στα γέλια λέγοντάς μου ..”ααα ! που το ξεεέρεις” γελάω κι εγώ – με θυμάμαι…
Τις βαλίτσες μου τις χάρισα , ευχήθηκα, και τα ταξίδια μου έγιναν οι άνθρωποι. Μα μου φαίνεται ότι πάντα ήταν έτσι, πως αλλιώς; Όταν χρειάζεται να ταξιδέψω μ’ αεροπλάνο – σπάνια πιά- κάθομαι ώρες κοιτώντας τα πράμματα που χρειάζεται να πάρω, σαν να μην έχω δει βαλίτσα στη ζωή μου, σαν να μην έχω ξαναμπεί σ’ αεροπλάνο, σαν να μην έχω πάει ποτέ σ’ αεροδρόμιο …
Είναι όλα αυτά τόσο μακρυνά, στο αεροπλάνο είμαι φρόνιμη, δεν βουτάω τα σαπουνάκια απ τις τουαλέτες και φροντίζω να μην κουράζω τα κορίτσια ζητώντας διάφορα. Στο κάτω κάτω υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να διασκεδάσεις το άγχος ενός ταξιδιού με αεροπλάνο. Να περιμένεις τις αναταράξεις να σε νανουρίσουν ας πούμε …
Σημείωση του Unblock:
Η φωτογραφία στην κορυφή είναι από το αρχείο της Λιλής Φραγκάκη