«Και γι αυτό τον άλλο μήνα φεύγω για τα Κύθηρα και θα μείνω εκεί ένα χρόνο»…
«Κύθηρα; Τόσο μακριά;».
Μα τι του λέει τώρα.
Τι τόσο μακριά;
Λες και εκείνη ξέρει κατά που πέφτουν τα Κύθηρα. Πάντα αγεωγράφητη ήταν. Εκτός από το χωριό του πατέρα της και το χωριό της μητέρας της, δεν ξέρει σχεδόν τίποτα άλλο.
Αχ μπαμπά, εσύ καλά τα λες.
«Βρε κορίτσι μου, κοπέλα με πτυχίο, επιτρέπεται να μην ξέρεις ούτε που είναι οι Θρακομακεδόνες;», έτσι της λέει ο πατέρας της.
Τώρα, γιατί ο πατέρας της, κάθε φορά της λέει για τους Θρακομακεδόνες, αυτό δεν το ξέρει.
Πάντως δίκιο έχει και να και η απόδειξη.
Που να είναι άραγε τα Κύθηρα;
Το μόνο για το οποίο είναι σίγουρη αυτή τη στιγμή, είναι ότι τα Κύθηρα είναι νησί.
Θυμήθηκε την ταινία με τον Χορν.
Μα αν είναι δυνατόν!
Τι σχέση έχει τώρα ο Χορν, με το πρώτο τους ραντεβού;
Και όμως αυτή συνεχίζει να σκέφτεται.
Πλέον, δεν δίνει καμία σημασία σε εκείνον.
Έχει βαλθεί να βρει τον τίτλο της ταινίας.
Σκέφτεται με τόση επιμονή, λες και παίζει σε κανένα τηλεπαιχνίδι με πανάκριβο δώρο.
Όχι, σίγουρα ο τίτλος δεν είναι «Αλίμονο στους νέους».
Ναι, αλλά ποιος είναι;
Πως την λένε αυτή την ταινία;
Είναι εκείνη, που ο Χορν, είναι ταμίας σε τράπεζα και πριν ακόμα κάνει την περιβόητη κατάχρηση του ενός εκατομμυρίου, εκατόν μία και δέκα, κοιτάει έναν πίνακα που ονομάζεται «Ταξίδι στα Κύθηρα».
Ε λοιπόν, πάντα της άρεσε αυτή η σκηνή στην ταινία.
Ίσως έφταιγε και η μουσική, ίσως έφταιγε και το ότι πολλά χρόνια μετά, θα γνώριζε τον άνθρωπο, που θα την πήγαινε στα Κύθηρα.
Ποιος ξέρει…
Αυτά σκέφτεται, ενώ εκείνος αμίλητος την κοιτά.
Η κουβέντα τους σταμάτησε όταν της είπε για τα Κύθηρα.
Μάλλον, θα την πείραξε που θα φύγω, σκέφτεται εκείνος. Πάει, τώρα δεν θα θέλει να ξαναβγούμε. Ίσως να μην έπρεπε να της το πω από το πρώτο ραντεβού. Αλλά και πάλι πότε να της το έλεγα; Αν την πειράζει τόσο, θα έφευγε είτε το μάθαινε στο πρώτο ραντεβού, είτε στο δεύτερο, είτε στο εκατοστό τρίτο!
Εκατοστό τρίτο!
Κάτσε, να βγείτε ξανά και άσε τα μακροχρόνια σχέδια!, λέει «συμβουλευτικά» στον εαυτό του και χαμογελά.
Αλήθεια, πως θα ήταν το εκατοστό τρίτο ραντεβού; συνεχίζει τη σκέψη του. Θα το ήθελε; Αυτή τη στιγμή, έτσι νομίζει. Πάντως σίγουρα, θέλει να την ξαναδεί. Μόνο να ήξερε, τι στο καλό, σκέφτεται τόση ώρα; Ας πει τουλάχιστον κάτι.
Τελικά αποφασίζει να μιλήσει ο ίδιος. Δεν μπορεί άλλο αυτή τη σιωπή.
«Λοιπόν, τώρα που στα είπα όλα εγώ, για πες μου και για σένα».
Τον κοιτά μέσα στα μάτια.
«Μια Ζωή την έχουμε» του λέει χαμηλόφωνα.
Εκείνος την κοιτάζει έκπληκτος.
Τι ήταν πάλι αυτό που του είπε;
«Ναι, αυτό είναι. Μια ζωή την έχουμε», του λέει πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Τον κοιτά ξανά και το βλέμμα της αλλάζει.
Ξαφνικά αρχίζει να γελά.
«Πάλι γκάφα έκανα» του λέει γελώντας. «Τίτλος είναι, τίτλος από ταινία με τον Χορν. Με έναν πίνακα, που λέγεται «Ταξίδι στα Κύθηρα». Και επειδή μου είπες για Κύθηρα, το θυμήθηκα. Δηλαδή… από τον πίνακα. Το έργο δηλαδή δεν μιλάει για τον πίνακα, αλλά ο πίνακας λέει για τα Κύθηρα. Όπως και το τραγούδι. Το ξέρεις το τραγούδι με την Μαρινέλλα και τον Χατζή; Ο Χατζής είναι ή ο Μητροπάνος; Όχι, ο Χατζής είναι σίγουρα».
Την κοιτά ακόμα.
Γιατί, δεν σταματάω να μιλάω σκέφτεται εκείνη και παρόλα αυτά συνεχίζει…
«Ξέρεις εκείνο που λέει «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε, το χάσαμε το τραίνο της γραμμής». Όχι, περίμενε. Δεν μπορεί να λέει τραίνο. Πλοίο θα λέει, αφού τα Κύθηρα είναι νησί. Ναι, ναι, το πλοίο της γραμμής. Αλήθεια. Γιατί έχουν τόσο μυστήριο αυτά τα Κύθηρα; Ο ένας τα ονειρεύεται και οι άλλοι τα ψάχνουν και δεν τα βρίσκουν…».
«Δεν έχω πάει ποτέ στα Κύθηρα. Πρώτη φορά θα πάω σε ενάμισι μήνα» της λέει.
Η φωνή του ακούγεται νευριασμένη.
Και να μην είναι, εκείνη έτσι την ακούει.
Πρέπει να σταματήσει να μιλάει, επιτέλους.
Μάλλον αυτό προσπαθεί και εκείνος να της πει.
Κοιτάει τα μάτια του.
Έχουν σταματήσει ή -καλύτερα- έχουν ακινητοποιηθεί πάνω της.
Μάτια έκπληκτα και αγέλαστα.
Μα τόσο μελαγχολικά, τόσο βαθιά, τόσο όμορφα…
«Τι σου λέω τώρα; Άσε, ξέχνα το. Λοιπόν τι λέγαμε; Α, για τα Κύθηρα…»
«Όχι, λέγαμε για σένα. Σε ρώτησα για σένα».
«Ναι, δίκιο έχεις. Λοιπόν…».
*Μ.Σ, Κύθηρα, 2003