Τα γυαλιά της πρεσβυωπίας πήραν τη γνώριμη θέση μπροστά στα καταπράσινα μάτια της. Ο φορητός υπολογιστής άνοιξε και η Μαριάννα πληκτρολόγησε τον κωδικό της εισόδου στο Facebook. Καθώς ξεκίνησε την πλοήγηση στο κοινωνικό δίκτυο, βρήκε ένα αίτημα φιλίας από τον Θωμά. Βρήκε την προσωπική του σελίδα ενδιαφέρουσα. Το δέχτηκε.
Το απομεσήμερο, λίγο μετά τις τρείς, έλαβε ένα μήνυμα από το Θωμά. Την καλωσόρισε στους φίλους της. Εκείνη απάντησε μετά από λίγη ώρα. Αρχίσαν να συνομιλούν. Ήταν ευγενικός και διακριτικός. Τον ένιωθε πίσω από τις λέξεις.
Το ίδιο επαναλήφθηκε δυο μέρες μετά. Στην τρίτη τους συνομιλία, τη ρώτησε αν θα μπορούσε να της αφιερώσει ένα τραγούδι. Συναίνεσε, με περιέργεια. Σε λίγο έλαβε ένα μήνυμα που περιείχε ένα τρυφερό τραγούδι των αδερφών Τζαβάρα. «Κράτησα απ’ τα μάτια σου ένα δάκρυ…», άκουσε στο youtube. Συγκινήθηκε.
Συνέχισαν να συνομιλούν μέρα παρά μέρα, πάντοτε την ίδια ώρα το απόγευμα. Εκείνος δεν «μιλούσε» πολύ για τον εαυτό του. Κυρίως την «άκουγε». Του έγραψε για τη δουλειά της σε μια αεροπορική εταιρία που εγκατέλειψε λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης στα πενήντα της χρόνια, το διαλυμένο γάμο της, μια μακροχρόνια σχέση που δεν είχε αίσιο τέλος, για ένα παιδί που δεν επέτρεψε να γεννηθεί. Τις εβδομάδες που πέρασαν βίωσε μαζί του ποικίλες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Ήταν λυτρωτικές.
Ένιωθε πάντοτε χαρούμενη, εκείνες τις δικές τους 3-4 ώρες. Έψηνε ένα καφέ και περίμενε να έρθει το πρώτο του μήνυμα. Δεν τον ρώτησε πολλά για τη ζωή του. Ήξερε μονάχα ότι είχε χάσει τη γυναίκα του από την επάρατη νόσο και ο μοναδικός του γιος ζούσε μόνιμα στη Γαλλία. Είχε γίνει ο δικός της άνθρωπος. Της έγραφε με τόσο βελούδινα λόγια. Ρουφούσε με ενδιαφέρον τις λέξεις της. Ο Θωμάς της…
Ήθελε να τον συναντήσει. Το ίδιο κι εκείνος. Συμφώνησαν ότι θα το κανόνιζαν. Περνούσε όμορφα μαζί του. Είχαν αρμονική επικοινωνία. Την απολάμβανε.
Μια Παρασκευή συνέβη κάτι απροσδόκητο. Ο Θωμάς δεν φάνηκε στο διαδικτυακό τους ραντεβού. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη φορά. Του έστειλε δύο μηνύματα αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Ανησύχησε. Σκέφτηκε ότι ίσως την είχε βαρεθεί. Στενοχωρήθηκε. Της έλειπε πολύ.
Μια μέρα καθώς «σκότωνε την ώρα της» μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, έλαβε ένα απρόσμενο μήνυμα από μια άγνωστη. Της είπε ότι ήθελε να μιλήσουνε για το Θωμά. Το σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα δέχτηκε. Συναντήθηκαν σε ένα απόμερο καφέ μέσα σε ένα πάρκο. Είχε αγωνία.
Η νέα κοπέλα που κατέφτασε στο ραντεβού συστήθηκε ως Δωροθέα Κομνηνού και της είπε ότι εργαζόταν στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού ενός μεγάλου θεραπευτήριού. Τον συναντούσε πολλές φορές στην ίδια βάρδια, όταν εκείνος υποβαλλόταν σε αιμοκάθαρση. Το απόγευμα κάθε δεύτερης μέρας. Ο Θωμάς της είχε μιλήσει για την αγαπημένη του πρασινομάτα. Της είχε δείξει στο tablet τη Μαριάννα. Υπέφερε από κατάθλιψη πριν τη γνωρίσει. Αλλά μετά… δε χόρταινε να βλέπει τα μάτια της. Χαιρόταν και καμάρωνε για την πολύτιμη και γοητευτική συντροφιά του στις δύσκολές εκείνες στιγμές.
Της έδωσε το μικρό tablet, που ο Θωμάς κρατούσε την ώρα που άφησε την τελευταία του πνοή, δίπλα στον τεχνητό νεφρό. Βούρκωσε.
Η Μαριάννα χαιρέτισε την νοσηλεύτρια. Βάδισε γρήγορα προς αυτοκίνητο της που είχε παρκάρει κάτω από μια συστάδα με σκιερές λεύκες. Κάθισε στη θέση του οδηγού και ενεργοποίησε το tablet του χαμένου της φίλου. Έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες. Είχε αποθηκεύσει μερικές δικές της. Σε άλλο αρχείο, είχε συγκεντρώσει στίχους τραγουδιών, που υμνούσαν τα πράσινα μάτια. Τα δικά της μάτια, που δεν πρόλαβε να αντικρύσει από κοντά.
Διάβασε τους στίχους από το πρώτο τραγούδι και το αναζήτησε στο Διαδίκτυο. «Έχασα το πράσινο απ’ τα μάτια σου, τώρα η μοναξιά μου με σκοτώνει…»… φτερούγισε η μελωδία. Έσκυψε μπροστά κι έχωσε τα νύχια της στο δερμάτινο τιμόνι του αυτοκινήτου. Ξέσπασε σε αναφιλητά. Ένιωσε πως δεν είχε διαφυγή από τη σκοτεινή της Μοίρα. Πίεσε με όλη της τη δύναμη την κόρνα του αυτοκινήτου. Κι η εκκωφαντική στριγκλιά έδιωξε μακριά τα πουλιά.