Η εξιστόρηση της Κυριακής των Βαΐων με τη θριαμβική είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ και τα γεγονότα μέχρι τη σταύρωσή του, έχουν εντυπωθεί στο λόγο μας σε τέτοιο βαθμό, που έχουν αντικαταστήσει ακόμα και τις σχετικές περιγραφές των Ευαγγελίων. Το “Ωσανά” που γίνεται “άρον-άρον σταύρωσον αυτόν”, το “νίπτω τας χείρας μου” του Πιλάτου, η προδοσία του Ιούδα, έγιναν ελληνικές εκφράσεις, παροιμίες, αρχέτυποι συμβολισμοί της τραγωδίας της ζωής που επαναλαμβάνεται από την αρχή του χρόνου και θα επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος του. Η εικόνα που έχουμε για την κατάληξη της ζωής του Ιησού, ενισχυμένη και από την κινηματογραφική τέχνη, είναι τόσο ζωντανή μέσα μας, που κανένας οπαδός της Παράδοσης δεν διανοείται να την αμφισβητήσει.
Κι όμως: μια ματιά στις εξιστορήσεις των Ευαγγελίων, κρύβει μερικές εκπλήξεις και περιγραφές, που έρχονται να ταράξουν τη εικόνα αυτή.
Πρώτα απ’ όλα, ο Ιησούς επιλέγει να μπει στην Ιερουσαλήμ πάνω σε γαϊδούρι, προκειμένου να εκπληρωθεί μια παλιά εβραϊκή προφητεία. Αυτό υποστηρίζουν οι τρεις από τους τέσσερις ευαγγελιστές. Ποιος όμως είδε βασιλιά πάνω σε γαϊδούρι και τον σεβάστηκε; Τι είδους “Βασιλιάς των Ιουδαίων” θα ήταν εκείνος που θα αντιπαρέθετε στα καλογυμνασμένα άλογα των Ρωμαίων ένα άχρηστο και άκακο υποζύγιο;
Τα πλήθη που βλέπουμε στις ταινίες να στρώνουν τους δρόμους του Ιησού με βάγια, δεν είναι τα πλήθη της Ιερουσαλήμ. Οι ευαγγελιστές είναι σαφείς σ’ αυτό: Οι τρεις πρώτοι, αναφέρουν ότι τα βάγια και τα “ωσανά” τα επεφύλασσαν στον Χριστό οι ίδιοι οι μαθητές του, η ομάδα των ανθρώπων που τον ακολουθούσε, αν και δεν περιλαμβάνονταν στον στενό αποστολικό του κύκλο. Ο Ιωάννης, αναφέρεται σε πλήθη που ακολούθησαν τον Ιησού μετά την ανάσταση του Λαζάρου στη Βηθανία. Ο Ιησούς λοιπόν μπαίνει στην Ιερουσαλήμ επευφημούμενος μονάχα από τους οπαδούς του – οπαδούς εισαγόμενους. Η πρωτεύουσα της εβραϊκής ορθοδοξίας, στην καλύτερη περίπτωση στέκει αμήχανη, και περιμένει.
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς παρουσιάζει τον Ιησού να παραγγέλνει στους μαθητές του κατά το Μυστικό Δείπνο, να πουλήσουν ακόμα και τα πανωφόρια τους για να πάρουν μαχαίρια, και πάλι για την εκπλήρωση μιας παλιάς προφητείας που τον ήθελε να “λογαριάζεται μεταξύ των ανόμων”. Με το μαχαίρι αυτό ο Πέτρος θα κόψει το αυτί ενός από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στη σύλληψη του Χριστού στο Όρος των Ελαιών. Και πάλι αναρωτιέται κανείς; Χρειαζόταν ο άνθρωπος που συνέτρωγε με τις πόρνες και τους τελώνες, να παροτρύνει τους μαθητές του να αγοράσουν μαχαίρια, μόνο και μόνο για να θεωρηθεί άνομος; Και αν πιστέψουμε και τους σοσιαλιστές αναγνώστες των Ευαγγελίων, που ήθελαν τον Ιησού να οργανώνει επαναστατικό κίνημα με τα μαχαίρια των αποστόλων, τι αξία θα είχαν αυτά μπροστά στα σπαθιά και τις λόγχες των Ρωμαίων;
Παραθέτοντας εκτενείς γενεαλογίες, τα ευαγγέλια προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Ιησούς ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου του Ισραήλ και μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Ιησούς ενδύεται την ιδιότητα του Βασιλιά των Ιουδαίων. Μπροστά στον Πιλάτο μάλιστα, τον Ρωμαίο τοπάρχη της Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς λέει ευθέως πως “η εξουσία που έχεις, δεν είναι δική σου, σου έχει δοθεί από τους προϊστάμενούς σου. Γι’ αυτό κι εκείνος που με παρέδωσε σε σένα, έχει μεγαλύτερη αμαρτία”. Ο Ιησούς λοιπόν, κατηγορεί τους Φαρισαίους για προδοσία του στους Ρωμαίους. Η εικόνα του Ιησού ωστόσο, κάθε άλλο παρά με εικόνα βασιλιά μοιάζει: Ο άνθρωπος πάνω στο γαϊδούρι με τα δύο μαχαιράκια που διατείνεται πως θα καταστρέψει το ναό του Σολομώντα και θα τον ξανακτίσει μέσα σε τρεις μέρες, μάλλον με τρελό μοιάζει – και σαν τρελό τον αντιμετωπίζει στην πράξη και ο Πιλάτος.
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Πιλάτος τον μαστιγώνει προκειμένου να τον συνετίσει (τη συνήθεια αυτή του “συνετισμού” των τρελών, η ανθρωπότητα την κατήργησε πολύ πρόσφατα, μόλις την εποχή του Σαρκό) και προσπαθεί να τον απαλλάξει απ’ την κατηγορία, προσκρούοντας ωστόσο στην επιμονή των Ιουδαίων.
Διαβάζοντας ένα κεφάλαιο του περίφημου έργου “Ο Χρυσός Κλώνος” του ανθρωπολόγου Sir James Frazer, ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η αναφορά του στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια – το καρναβάλι των αρχαίων Ρωμαίων. Βασισμένος εν πολλοίς στο συναξάρι του χριστιανού στρατιώτη και μάρτυρα, Αγίου Δασίου, ο Φρέηζερ αναπαριστά την παράδοση των Σατουρναλίων, εορτών αφιερωμένων στον μυθικό βασιλέα Κρόνο (Saturnus).
Η βασιλεία του Κρόνου ήταν η “Χρυσή Εποχή” για τους Ρωμαίους, η εποχή όπου τα πάντα ήσαν κοινά, η σοδειά άφθονη, το κακό ανύπαρκτο, η δουλεία άγνωστη. Κάποια στιγμή ωστόσο ο Κρόνος έπαψε ξαφνικά να υπάρχει και οι Ρωμαίοι κράτησαν τη μυθική του μνήμη στις εορτές αυτές, όπου για επτά ημέρες, δινόταν στους δούλους το προνόμιο της ισότητας και ακόμα και της πρωτοκαθεδρίας στα ρωμαϊκά σπίτια, και όπου ανά περιοχές, ανακηρυσσόταν κάποιος “βασιλιάς” των Σατουρναλίων.
Ο “βασιλιάς” αυτός, είχε απόλυτη εξουσία, να φάει, να πιεί, να ευφρανθεί, να δέχεται όλες τις τιμές της κοινότητάς του για επτά ημέρες. Σύμφωνα ωστόσο με το συναξάρι, το θύμα θυσιαζόταν τελετουργικά πάνω σε έναν βωμό του Κρόνου. Αν και πολλοί συγγραφείς αμφισβητούν την αλήθεια της καταγραφής αυτής τουλάχιστον για την εποχή της κλασσικής Ρώμης, ίσως η προϊστορική κοινότητα να είχε κάτι παραπάνω να πει για τα εξιλαστήρια θύματά της.
Οι δύο διηγήσεις μπορεί να έχουν ή να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Φαντάζομαι ωστόσο πως δίκαια μπορούμε να διαπιστώσουμε πως τα πάθη του Χριστού εμφανίζονταν σαν ένα αρνητικό καθρέφτισμα της ρωμαϊκής γιορτής – αντί της απόλαυσης των γυναικών η λατρεία με τα δάκρυα της Μαρίας, αντί για τα φαγοπότια ο μυστικός δείπνος της προδοσίας και “η χολή με το όξος”, αντί της κορώνας το στεφάνι με τα αγκάθια. Και σκέφτομαι και πάλι, το πόσο συχνά οι ανθρώποι που επέλεξαν να κινηθούν ενάντια στις εξωτερικές κοινωνικές επιταγές, χαρακτηρίστηκαν “άνομοι” ή “τρελοί” απ’ τον περίγυρό τους, επειδή απλώς επέλεγαν να υπακούουν εκείνη την ακαθόριστη εσωτερική τους παρόρμηση που τους έσπρωχνε στο δικό τους δρόμο: Κύριοι του εαυτού τους, Διδάσκαλοι του εσωτερικού τους ναού, Υιοί του Ανθρώπου, με τον θάνατο να περιμένει στη γωνία.