Αλάλιασε, εαρινές μέρες, ο κοσμάκης. Τελεί υπό το καθεστώς παράκρουσης! Διαβιεί επί μακρόν χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς εναλλακτικές. Μα… το χειρότερο; Χωρίς ΕΛΠΙΔΑ.
«ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ» έγραφε κάποτε ο Σαμαράκης και αναφερόταν σε έναν πραγματικό πόλεμο, με ορατούς «εχθρούς» και συντεταγμένες αντίπαλες δυνάμεις. Σήμερα, τον καιρό των «ορατών τε πάντων και αοράτων», ένα εωράκαμεν: Αόρατους εχθρούς σε μια παγκοσμιοποιημένη σύρραξη οικονομικοπολιτικοκοινωνικών δυνάμεων, προς όφελος ενός αόρατου πλην πασιφανούς διεθνούς κέντρου διαχείρισης της ανθρώπινης ύπαρξης, ως πιονιού σε σκακιέρα.
Ζούμε σε μια Ελλάδα, που –κάποτε- κατόρθωνε μαγικά να ξαναγεννιέται διαρκώς. Σαν το κατακρεουργημένο από άρπαγες, ήπαρ του Προμηθέα. Ωστόσο, πάνω σε αυτή, την επίπλαστη δυνατότητα αναγέννησης, στήθηκε η σύγχρονη πολιτική φενάκη. Ο εργαλειοποιημένος δηλαδή εξορθολογισμός που χαλιναγωγούσε φαουστικά τον Νεοέλληνα μικροαστό. Μέχρι που αντάλλαξε τη ψυχή του με άχρηστα, συσσωρευμένα αγαθά και απλήρωτα δάνεια…
Έσκασε στα μούτρα μας, η σαπουνόφουσκα. Τι να μας πουν οι πρώην, νυν κι επόμενοι λωβοτομημένοι της εξουσίας; Οι «ηγήτορες» που δεν υπερασπίζονται, όχι μόνο τους πολίτες αυτής της χώρας αλλά ούτε τη στοιχειώδη εθνική αξιοπρέπεια; Αυτοί που μπερδεύουν τις λέξεις με τα νομοσχέδια, τα νομοσχέδια με τα διατάγματα, τα διατάγματα με τη συνθηκολόγηση, τις εικόνες με τα ειδώλια, τις «δόσεις» με τις οσφυοκαμψίες; Οι ταγοί με μόνιμο υπαρξιακό άγχος περί του πόσον θα παραμείνουν στην εξουσία; Οι κυβερνητικάριοι και οι κομισάριοι που έχουν αφήσει ελεύθερο το δρόμο σε κομπλεξικανθρώπους, εκφραστές του ολοκληρωτισμού, τσαμπουκαλεμένους ενώπιον των ανίσχυρων και αποφυλακισμένους, τζάμπα μάγκες;
«Μολών Λαβέ» λέγαμε κάποτε στον τόπο τούτο. Το μετατρέψαμε σε «CASH and CARRY» και το μεταλλάξαμε προσφάτως σε «κάσα προς φεγγάρι». Σκούνα αρματώνει όλο το υγιές και εύρωστο, εργασιακά και πνευματικά, ελληνικό στοιχείο σε μια μετανάστευση εργασίας, χωρίς επιστροφή…
Νοιώθουμε απελπισμένοι «πρόσφυγες» χωρίς ελπίδα και χωρίς πατρίδα, στον τόπο μας τον ίδιο. Όχι εκ Συρίας, αλλά εκ συρρέουσας ένδειας. Στερούμενοι δικαιωμάτων και χρημάτων. Με τον αυτοσεβασμό μας χαλάκι στην είσοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να αφοδεύουν σκυλίσια οι… «θεσμοί»-δεσμοί.
Του 1-1-4 οι γενιές, οι Λαμπράκηδες, οι αντιστασιακοί της χούντας και οι… Πολυτεχνειούντες (προτού ξεπουληθούν στο παζάρι της εξουσιολαγνείας) αγωνίστηκαν για εκείνα που ανερυθρίαστα παραδώσαμε. Όλα εκείνα τα ακριβά αγορασμένα, «με αίμα και ίδρωτα πολύ» που θα έλεγε κι ο ποιητής. Στη μεταμοντέρνα Ελλάς-Βέγκας, τρέχαμε σαν το Βέγγο να τα ανταλλάξουμε με μια ακριβή jeepούρα, εξοχικό στο Δήλεσι, διαμέρισμα στη Κυψέλη, σπουδές των τέκνων σε αγγλικό γκλαμουράτο κολλέγιο, δουλειές με φούντες και επαφή με… χούντες.
Από τη βλακώδη ευημερία του επίπλαστου και του φαίνεσθαι, πέσαμε στην καταβόθρα της καθημερινής με-νύχια-και-με-δόντια επιβίωσης. Για μια, άνευ αξιοπρέπειας, διαβίωση. Με την απάθεια, σημαία και το φόβο της ανεργίας, μέσο καθυποταγής. Επικροτούντες ή χειροκροτούντες, τους λαϊκιστές ή τους εθνικιστές. Τους ακραίους και τους ακραιφνείς. Τους εχθρούς της δημοκρατίας. Τους φασιστοειδείς «προστάτες».
Να την η σύγχρονη κατάντια. Από το αυγό του Κολόμβου, να έχει στραφεί ένας μέρος μιας κοινωνίας που μαστίζεται από την κρίση, στο «αυγό του φιδιού»… Ή, επί το χείριστον, στο… χρυσαύγουλο!