Καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες με κοντά παντελονάκια κάθονται, σχεδόν ακίνητοι και δεν ακούς παρά τις ανάσες που διακόπτονται από τα γέλια τους. Το φόντο είναι ασπρόμαυρο και η χρονολογία ανήκει στα μισά του περασμένου αιώνα…
Πολλά χρόνια μετά, πιτσιρικάδες, σε έγχρωμο φόντο τούτη τη φορά, κάθονται εξίσου σιωπηλοί, μέχρι αυτή τη σιωπή να διακόψει το γέλιο τους…
Σε ασπρόμαυρο ή έγχρωμο φόντο όλα αυτά τα παιδιά κοιτούν προς μία κατεύθυνση…
Κοιτούν το πιο απλό και το πιο μαγικό θεατρικό σκηνικό…
Την καλύβα του Καραγκιόζη…
Με καταγωγή που δημιουργεί καβγάδες και με ένα χέρι μακρύ όσο και το γέλιο που σκορπά, ο Καραγκιόζης μπλέκεται κάπου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας…
Εκείνος, αδιάφορος τελικά για το από που κρατάει η σκούφια του, φροντίζει μόνο για το σήμερα και κοιτά να εκμεταλλεύεται όλες τις ευκαιρίες…
Η επικρατέστερη εκδοχή της καταγωγής του μας ταξιδεύει στα Προύσα, όπου ζούσε ο πιθανότερος δημιουργός του, ο Σεΐχ Κιουστερί, που πέθανε το 1366. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο. Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης φαίνεται ότι έκανε… πρεμιέρα το 1809 στα Γιάννενα. Μάλιστα λέγεται ότι ανάμεσα στους θεατές εκείνης της παράστασης ήταν και ο Λόρδος Βύρων. Οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στα Ιωάννινα ήταν Αθίγγανοι και Εβραίοι, ενώ στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης, ως λαϊκός ήρωας εκπροσωπεί το φτωχό, εξαθλιωμένο, πονηρό Έλληνα, στο περιβάλλον της Τουρκοκρατίας…
Εξαθλιωμένος μεν, παμπόνηρος δε, ο Καραγκιόζης βρίσκει πάντα τρόπο να επιβιώνει…
Τρώει ξύλο, αλλά ρίχνει κιόλας, ενώ σε κάθε ευκαιρία βγαίνει κερδισμένος από τον… πολυχρονεμένο του Σουλτάνο. Τον γείτονά του, καθώς η Παράγκα του ξυπόλητου Καραγκιόζη βρίσκεται απέναντι από το σεράι του Βεζίρη…
Όσο για τη σκηνική παρέα του, διαλεχτή και πασίγνωστη, με βασικό συμπρωταγωνιστή του τον φίλο του Χατζηαβάτη. Εκείνος, που συνήθως κάνει θελήματα του Πασά, ως τελάλης, είναι άλλωστε και η αρχή για κάθε νέα περιπέτεια του Καραγκιόζη. Ακολουθεί η… γυναίκα της ζωής του η Αγλαΐα, που συνήθως δεν εμφανίζεται στην σκηνή, αλλά η χαρακτηριστικά γκρινιάρα της φωνή ακούγεται μέσα από το σπίτι του Καραγκιόζη και τα τρία παιδιά του –Κολλητήρια, όπως τα φωνάζει- το Κολλητήρι, ο Κοπρίτης και ο Μυριγκόγκος (ή Μπιριγκόγκος ή Μιρικόκος ή Πιτσικόκος ή ακόμα και Μπιτσικόκος). Την … παρέα συμπληρώνουν ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο Σταύρακας, ο Σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος, ο Μορφονιός, ο Εβραίος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι Σολομών ή Σολομός, ο Βεληγκέκας, φύλακας στο σεράι, που συνήθως χτυπάει τον Καραγκιόζη κάθε φορά που θέλει να μπει μέσα, ο Βεζίρης και η κόρη του Βεζίρη, το αντικείμενο πόθου του Καραγκιόζη.
Στην Ελλάδα τον προηγούμενο αιώνα ο Καραγκιόζης συνδέθηκε άρρηκτα με τον Ευγένιο Σπαθάρη, (2 Ιανουαρίου 1924 – 9 Μαΐου 2009), που υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.
Ο Καραγκιόζης μπορεί τελικά και να γεννήθηκε στην Τουρκία. Όμως πάντα θα είναι έλληνας. Όσο και αν -καμιά φορά- μας πειράζει η σύγκριση με τον μικροαπατεώνα με το μακρύ χέρι, όλοι ξέρουμε ότι καθρεφτίζεται σε αυτόν ένα κομμάτι του εαυτού μας. Γι αυτό και γελάμε, γι αυτό και τον αγαπάμε…
Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και στην εποχή μας που η τεχνολογία θα έπρεπε να τον είχε κάνει να εξαφανιστεί, εκείνος, το ίδιος δυνατός, μας κάνει να γελάσουμε και να συγκινηθούμε σε κάθε του εμφάνιση. Και κάθε φορά που βγαίνει από την παράγκα του ξέρουμε πως είναι ο δικός μας ήρωας, εκείνος που συνδέει την παιδική μας ηλικία με τα τωρινά χρόνια των παιδιών μας…
Άλλωστε, πάντα στο τέλος, θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε…