Έξι ολόκληρα χρόνια προσπαθούν οι ιππότες της πολιτικής μας, να ξεσφηνώσουν το σπαθί από τον βράχο. Το ξίφος της ευημερίας μας, των ανεκπλήρωτων ονείρων μας, της ζωής μας, η οποία βυθίζεται καθημερινά στο σκότος της αβεβαιότητος.
Το Εξκάλιμπερ, «Καλεντβούλχ» στα ουαλικά, στέκει ακόμα εκεί, ακλόνητο. Μία συνεχής ύφεση που δεν λέει να καταλαγιάσει. Μα η στρογγυλή τράπεζα στο Κάμελοτ, δεν απαρτίζεται από ευγενείς ενωμένους με τον όρκο της αναζήτησης του ιερού δισκοπότηρου της λυτρώσεως του ελληνικού λαού.
Τα έδρανα της Βουλής κατακλύζονται από μεσαιωνικούς φεουδάρχες, οι οποίοι, φοβούμενοι μην απολέσουν τα προνόμιά τους, έχουν παρατήσει τους πολίτες αυτής της χώρας στο έλεος της βουβωνικής πανώλης.
Από τη μία, λοιπόν, ο «μαύρος θάνατος» και από την άλλη η… πανούκλα του φασισμού. Αλλά τι να τους κάνεις τους εχθρούς, όταν οι ψίθυροι που διαπερνούν τους τοίχους τους κάστρου, κάνουν λόγο για νέες Αμυγδαλέζες;
Το θέμα είναι, πως κατά την πιο παραμυθένια εκδοχή του θρύλου (δεν αναφέρεται στο γένος Πεντράγκον) τελικά απελευθερώνει το ξίφος από την πέτρα ένας ιπποκόμος, ο Αρθούρος και όχι ένας ιππότης της αριστοκρατίας, των τζακιών κλπ. Κι ενώ ο Αλέξης διατείνεται πως αποτελεί τω όντι υπηρέτη του ελληνικού λαού, το σπαθί δεν δείχνει να σαλεύει.
Ίσως τον εγκατέλειψαν οι δικοί του Γκάλαχαντ, Μπορς και Πέρσιβαλ, κι έχασε τη δύναμή του, μπορεί να εμφανισθεί ο Μέρλιν και να του απλώσει το χέρι ώστε να πορευτούν μαζί ή ενδέχεται να μην είναι αυτός που εν τέλει θα διώξει την καταχνιά από τη χώρα.
Διότι καμιά φορά, αποδεικνύεται πως πραγματικός ιπποκόμος με την καλή έννοια, είναι μονάχα ο λαός και ότι μόνον αυτός μπορεί να τραβήξει το Εξκάλιμπερ από τον βράχο. Ειδάλλως, οι Μόρντρεντ του Νεοφιλελευθερισμού καταφέρνουν να επικρατήσουν.
Ακολουθούν οι στίχοι και το απόσπασμα του μαγικού “O Fortuna” («Ω Τύχη» – η λατρεμένη θεά των Ρωμαίων) από το έργο Carmina Burana του Γερμανού Carl Orff. Οι στίχοι προέρχονται από ένα μεσαιωνικό ποίημα γραμμένο στα λατινικά , το οποίο βρέθηκε σ’ ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων:
Ω Τύχη! Που σαν το φεγγάρι αλλάζεις συνέχεια,
που μεγαλώνει και ύστερα μικραίνει.
Μισητή ζωή, πότε σκληρή και πότε γλυκιά,
παίζεις όπως σου έλθει.
Φτώχεια, ισχύς λιώνουν σαν τον πάγο.
Μοίρα αδυσώπητη και κενή,
ρόδα που γυρίζει με κακές προθέσεις,
μάταιη η ευτυχία που πάντα διαλύεται.
Είσαι στη σκιά φορώντας πέπλο,
και πλακώνεις κι εμένα.
Με την πλάτη γυμνή στα χτυπήματά σου.
Και κάνω ό,τι διαλέξεις.
Η μοίρα είναι ενάντια στην αρετή και την υγεία μου.
Από σένα άγομαι και φέρομαι πάντα σκλάβος σου.
Αρχίστε τώρα λοιπόν, μην αργείτε, αγγίξτε τις χορδές.
Αφού της μοίρας είμαστε μαριονέτες.
Κλάψτε όλοι μαζί μου!