Κρίνεις αρνητικά τον «σατιρικό καλλιτέχνη», άρα είσαι οπισθοδρομικός. Δεν αντιλαμβάνεσαι την ανεξαρτησία του πνεύματος του, τη ζηλεύεις και τον φθονείς. «Η σάτιρα δεν κρίνεται, ειδάλλως λογοκρίνεται…».
Μήπως καταλύω και τη Δημοκρατία, προσδιορίζοντάς την ως επιτηδευμένη, όταν εκπορεύεται απ’ το εφήμερο κέρδος; Δικτατορία της καλαισθησίας ρε, κι όποιος αντέξει! Διότι δεν θα μας κάψουν κι ό,τι χλωρό απέμεινε στο τρικυμισμένο κρανίο μας…
Το χρονικό ~
Συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που κάθε τόσο πυροδοτούν τη λογική μας με διάφορες απόψεις τους. Δονούν και κλονίζουν βάσεις – θεμέλια κανονικότητας, οι οποίες σ’ επαναφέρουν σε μια δραστηριότητα σκέψης που εν μέρει (σ’ έναν σημαντικό βαθμό) σε χαρακτηρίζει κιόλας. Σου ξυπνά την αντικειμενική οπτική σου…
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και η φίλη μου η Αλέκα, η οποία τις προάλλες μ’ έστησε μπροστά από μιαν οθόνη, προκειμένου να παρακολουθήσω ένα μοναδικό θέαμα: Κάποιον τύπο που ανεβάζει σκετσάκια στο διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα ένα απόσπασμα κατά τη διάρκεια του οποίου «σατιρίζει» τον Μίκη Θεοδωράκη.
Τι παρακολούθησα; Ένα άνευ ουσίας υβρεολόγιο, σεξουαλικού περιεχομένου, το οποίο -ούτε λίγο ούτε πολύ- καταλήγει με το εξής και μοναδικό μήνυμα, το οποίο επιλέγει να «περάσει» ο καλλιτέχνης: Ότι ο Θεοδωράκης «ξέρει τη δουλειά», την οποία, όπως υπονοεί στο εν λόγω βίντεο, έχει κάνει κοστολογώντας αγώνες!
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να πω ότι ακόμα και τα σεξουαλικού τύπου σχόλια θα μπορούσα να τα… συμπεριλάβω σ’ ένα ιδιόρρυθμο στυλ έκφρασης, εάν ο καλλιτέχνης περιοριζόταν σε αυτά. Όμως επέλεξε να «εμβαθύνει». Με ποιον τρόπο; Με τη σύγχρονη χρυσοθηρική ευκολία της προβολής μιας ισοπεδωτικής άποψης, η οποία πουλάει σε μιαν εν πολλοίς απολιτίκ κοινωνία. Δηλαδή, ο δημιουργός, όχι απλώς δεν επιλέγει να προβληματίσει προς μια ιδανική κατεύθυνση, αλλά αποδέχεται την ανάγκη ενός περιορισμένου -ευπαθούς σε λαϊκισμούς- ακροατηρίου, για μηδενισμό και απαξίωση των πάντων, έχοντας εντοπίσει το αγοραστικό κοινό του.
Και πάει στα κομμάτια, ο ίδιος προφανέστατα έχει καταλάβει το «κόλπο» σ’ ένα διαδίκτυο που πληρώνει, όποτε γίνεται απλώς και κυνικότατα προκλητικός, «τολμώντας» (μ’ ένα δήθεν θράσος, εντός μιας ασφάλειας που δεν κατέκτησε ο ίδιος) να επιδείξει την απόλυτη ασέβεια απέναντι σε πρόσωπα ή ιδέες, τα οποία εμπνέουν ορισμένους ανθρώπους. Έχει κατανοήσει πως ουδείς εκ των «αντικειμένων» του ενδέχεται ν’ ασχοληθεί με πράγματα, τα οποία ναι μεν είναι μηνύσιμα, αλλά θα ήταν κερδοφόρα μόνον για τον (φαινομενικά στη σημερινή Ελλάδα) αμυνόμενο – δια της δικαστικής οδού διωκόμενο, δηλαδή τον «καλλιτέχνη». Ήτοι, τη σαπίλα του ΠΑΣΟΚο-αμερικακοφερμένου γνωμικού «η κατηγορία ισούται με διαφήμιση», βρίσκει απόλυτη εφαρμογή, αφού ομιλούμε για ατομικά «μαγαζιά», τα οποία προκαλούν μπας και τσιμπήσει κάποιος και πάρουν από το Youtube (God bless) «μια χούφτα δολάρια ακόμα». Απ’ όπου παίρνουν και το μεροκάματο δηλαδή, το οποίο μεγαλώνει όσο η δημιουργικότητά τους (λέμε τώρα) μικραίνει, οπότε και πρέπει να σκαρφιστούν νέες επιθέσεις εναντίον ηθών και αξιών, που θα προσελκύσουν ποικίλων ειδών γουέμπ σέρφερ (άμα το μιλάς…), μόνο και μόνον εξαιτίας του επιπέδου της προσβολής τους προς τα ιδανικά μιας ομάδος συμπολιτών τους!
Εμπόριο χυδαιότητος προς χάριν ενός ακόμα «κλικ» στο μπορντέλο του διαδικτύου. Το οποίο, ουδεμίαν σχέσιν έχει με την τίμια εργασία δια μέσου του αρχαιότερου επαγγέλματος, καθώς οι σημερινές attention whores δεν συμπεριλαμβάνουν μήτε την «ηδονή» της ποιοτικής ανάλυσης στο πακέτο τους. Μόνον άναρθρες κραυγές μέσω της πιο ρηχής ρητορικής του 21ου αιώνα: «Το κάνω επειδή μπορώ. Συκοφαντώ και δεν μ’ ενοχλεί κανείς. Δεν πουλάω απλώς τρελλίτσα, αλλά κονομάω κιόλας!». Έτσι είναι φίλτατοι… Και μην νομίζετε ότι ξέχασα πώς ξεκίνησα την προηγούμενη παράγραφό: Πάει στα κομμάτια λοιπόν, ο τάδε θεωρεί (και περιστασιακά το πράττει) ότι αγγίζει ευαίσθητα άκρα, πως τσαλαπατάει ιερά και όσια δίχως κόστος (αντιθέτως, κερδίζει), κι ότι έχει ανακαλύψει την κότα με τα χρυσά αβγά εντός μιας κοινωνίας που διψά για απαξίωση των πάντων… Η Αλέκα -το κέρατό μου- γιατί δαγκάνει το «τυράκι» και με τρελαίνει;!
Με απεκάλεσε δε συντηρητικό! «Άραγε, η σάτιρα διαπαιδαγωγεί;», τη ρώτησα. «Γεννήθηκε για να προβληματίζει και δη για να διαμορφώνει συνειδήσεις; Για να σε οδηγεί (έστω και υποσυνείδητα) σε χρήσιμα συμπεράσματα, περνώντας κρυφά ή ανοικτά υπαρξιακά ερεθίσματα ή όχι; Αυτό δεν είναι και η τέχνη της; Αυτό δεν την έκανε και μοναδική μέσα σε ό,τι μπορεί να λέγεται κωμωδία εντός του δράματος, το οποίο μπορεί να βιώνει ο κάθε λαός;». Αυτά τα λόγια θεωρούσα πως ήταν αντάξια της περιστάσεως, εφόσον αξιολογούσα κάτι, το οποίο σέβομαι και πολλάκις μ’ έκανε να νιώσω δέος (αριστοφανικά κ.ά. έργα), όπως κι όταν αισθανόμουν την έμφυτη υποχρέωση να επιχειρηματολογήσω γι’ άλλα δρώμενα και καταστάσεις, παρομοίου βάρους και πυκνότητος.
Συμπέρασμα ~
Ξεχάσαμε να εξετάζουμε, τόσο την ποιότητα, όσο και τις προθέσεις. Διότι για να είναι διακριτό το πρώτο, χρειάζονται και κάποιοι κανόνες. Αντικειμενικοί, κι ας συνηθίζουμε λέμε πως αυτό δεν εφικτό όταν αφορά την όποια μορφή έκφρασης. Ειδάλλως, όλοι μπορούμε να λέμε ό,τι μας γουστάρει και να είμαστε στο απυρόβλητο, καθότι «παράγουμε τέχνη». Κι άντε, να το πωλήσεις το παραμύθι, κι ας κυνηγάς νούμερα και φραγκάκια, όμως -εν προκειμένω- ανάφερε κι επί δέκα δευτερόλεπτα κατά τη διάρκεια του ευφυούς κατασκευάσματός σου, πως την ελευθερία να διατυπώνεις τη σαθρή γνώμη σου, στην έδωσε η πάλη κάποιων Θεοδωράκηδων… Και ύστερα μπορείς ευχαρίστως να προσθέσεις, πως είναι ίσως εξίσου και δική τους ευθύνη το γεγονός, ότι εσύ έφθασες να έχεις πραγματικό κοινό, απευθυνόμενος σε μια απολιτίκ κοινωνία, ελάχιστες δεκαετίες μετά από μεγάλους ταξικούς -μα κι εθνικούς- αγώνες, στην ίδια χώρα. Στην Ελλάδα, όπου πια μπορούν να μεσουρανούν και οι Κοντοπίδηδες.
ΥΓ: Το περί ου ο λόγος παράδειγμα χρησιμοποιείται για να καταδείξει την παρεξήγηση που θεωρώ πως υφίσταται εν έτει 2016 εν σχέσει με τη σάτιρα…