Τον εφηβικό έρωτα της Ελευθερίας, τον άρπαξε ένας καρχαρίας*. Μια ανώφελη αναμέτρηση εγωισμών, ένα καβγαδάκι για ασήμαντη αφορμή, από αυτά που συνηθίζονται σε αυτές τις ηλικίες και το αγόρι της, ο Λάμπρος, ξεχύθηκε μόνος του στην παραλιακή για να νιώσει τον πυρετό της ασφάλτου. Ένα φορτηγό βρέθηκε σε λάθος στιγμή μπροστά του, τα φρένα δεν άντεξαν την ταχύτητα και… η νεανική της αθωότητα διακόπηκε βίαια από τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου.
Ήταν στην πρώτη σειρά στην εξόδιο ακολουθία. Ψηλόλιγνη, αριστοκρατική με μελαχρινά μαλλιά που σχημάτιζαν σκάλες στο πλάι των σμιλεμένων ώμων της. Κι εκείνες οι σκοτεινές λίμνες των ματιών της δέσποζαν κυριαρχικά στον καμβά ενός προσώπου που είχε λησμονήσει το χαμόγελο.
Ο μαύρος λύκος της κατάθλιψης δεν άργησε να γίνει καθημερινός μουσαφίρης στο πατρικό της σπίτι. Καθόταν με τις ώρες στο παράθυρο και αγνάντευε αμίλητη προς το βουνό. Το σπίτι της έβλεπε προς την φαγωμένη πλαγιά ενός παλιού λατομείου. Η διάθεση για ζωή στέρευε μέσα της στάλα-στάλα. Οι δικοί της ήταν ανήσυχοι. Η Ελευθερία αδιαφορούσε για τα πάντα. Όταν δεν ξιφουλκούσε την κακότροπη μοίρα της ξεχνιόταν σε κανένα βιβλίο της Εύας Ομηρόλη. Αγαπούσε το «Αμέσως τώρα πια» που ψηλαφούσε τις ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες της ζωής, εκείνες που μας κλέβουν οι δισταγμοί, οι φόβοι, και, τελικά, ο χρόνος. Της το είχε αγοράσει ο πατέρας της, όταν πληρώθηκε την πρώτη του σύνταξη. Διάβαζε και ξεχνιόταν, αυτό και άλλα βιβλία.
Μια μέρα στο σπίτι ήρθε ένας τεχνίτης για να διορθώσει τα ντουλάπια της κουζίνας. Ο Μίμης, έτσι τον λέγανε, καταπιάστηκε με τη δουλειά και ξήλωσε γρήγορα τα σαπισμένα μέρη του πάγκου με επιδέξιες κινήσεις. Δεν αμέλησε όμως να παρατηρήσει την αισθαντική γυναικεία σιλουέτα που έμοιαζε σαν ζωντανό έργο τέχνης στο σαλόνι της μονοκατοικίας. Ο Μίμης ήρθε και την άλλη μέρα, για να συνεχίσει τη δουλειά. Η Ελευθερία ήταν μόνη και του άνοιξε την πόρτα. Δύο ώρες αργότερα δυσκολεύτηκε με ένα σκληρό καδρόνι και χρειάστηκε ένα ανταλλακτικό πριονάκι για την σπαθοσέγα του. Ρώτησε την Ελευθερία, αν γνωρίζει κάποιο μαγαζί με σιδηρικά. Εκείνη του είπε πως θυμόταν μια μάντρα με υλικά οικοδομών και εργαλεία δυο-τρία χιλιόμετρα από το σπίτι. Την παρακάλεσε να του δείξει το δρόμο. Εκείνη δέχτηκε απρόθυμα. Ανέβηκε στην πίσω σέλα της μοτοσυκλέτας του για να τον οδηγήσει. Ο Μίμης κινήθηκε αργά προς το σημείο που βρισκόταν το κατάστημα. Έφτασαν σύντομα. Αφού αγόρασαν το ανταλλακτικό ξεκίνησαν την ανάποδη διαδρομή. Η Ελευθερία κρατήθηκε γερά και του είπε: «Τρέξε… τρέξε σε παρακαλώ». Ο Μίμης αιφνιδιάστηκε. Ωστόσο, υπάκουσε. Ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται στη μέση του, ενώ εκείνη απολάμβανε την αδρεναλίνη που γεννά η ταχύτητα. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε όταν επέστρεψαν. Την επομένη, ήταν η τελευταία ημέρα δουλειάς του Μίμη. Της πρότεινε να πιούν ένα καφέ το απόγευμα μετά τη δουλειά του. Να ανέβουν στο βουνό με τη μηχανή. Δέχτηκε και του ξαναζήτησε να γκαζώσει. Ένιωθε έτσι πως ζούσε μια προσομοίωση των τελευταίων στιγμών του Λάμπρου. Δεν μπορούσε να τον ξεχάσει ούτε στιγμή. Το σκηνικό με τις βόλτες επαναλήφθηκε κι άλλες φορές. Οι γονείς της χαίρονταν που η θλιμμένη πριγκίπισσά τους επιτέλους έβγαινε λίγο από το σπίτι, ενώ ο Μίμης δεν πίστευε στην τύχη του πως είχε για συντροφιά μια πραγματική καλλονή.
Ένα δειλινό βρέθηκαν στη γειτονιά του Μίμη και της πρότεινε να επισκεφτούν για λίγο το σπίτι του. Δέχτηκε. Εκεί γνώρισε και τους δικούς του γονείς. Τους συμπάθησε αλλά η μητέρα του η κυρα-Σουλτάνα την κοιτούσε με ένα διεισδυτικό βλέμμα. Δεν έδωσε σημασία.
Με τον καιρό προσαρμόστηκε πιο πολύ στη ζωή του Μίμη και της οικογένειας του. Ξεχνιόταν με αυτές τις συμβατικές συναναστροφές.
Ένα βράδυ ο Μίμης της πρότεινε να παντρευτούν. Σάστισε. Τι να κάνει μαζί του; Τον Λάμπρο ήθελε, εκείνη. Που, όμως, είχε χαθεί τόσο νέος. Το σκέφτηκε για λίγες ημέρες. Δεν είχε κανένα ενθουσιασμό. Όμως ήθελε να δώσει μια χαρά στους γονείς της. Και ιδίως στον πατέρα της που σε λίγο καιρό θα έχανε τη μάχη με την ασθένεια του. Σκλήρυνση κατά πλάκας είχε διαγνώσει ο γιατρός. Δεν έπεσε έξω. Ο άλλοτε λεβεντάνθρωπος, που έβγαζε νερό από την πέτρα, κατέρρεε μέρα με τη μέρα.
Τελικά με μουδιασμένη καρδιά παντρεύτηκε τον Μίμη. Αλλά ένιωσε και βίωσε τις έντονες αντιρρήσεις της πεθεράς της. Δεν την ήθελε για τον γιό της. Ήταν όμως η μόνη επιλογή, στην οποία εκείνος επέμεινε, μολονότι διαφωνούσε η μητέρα του. Η τελευταία διαφωνία.
Ο γάμος έγινε με τον Μίμη χαμογελαστό. Η Ελευθερία ήταν σκεπτική και προβληματισμένη. Μέχρι να το συνειδητοποιήσει επέστρεψε από το γαμήλιο γλέντι στο νέο της σπίτι. Σε μια τριώροφη οικοδομή, όπου κατοικούσαν στο ισόγειο οι γονείς του Μίμη, στον πρώτο όροφο η κουνιάδα της με την οικογένεια της, ενώ στο ρετιρέ θα έμενε εκείνη με τον Μίμη. Ήταν πολύ κουρασμένη αλλά τουλάχιστον τώρα ανήκε κάπου. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Είχε στρώσει το νυφικό της κρεβάτι με κάτασπρες δαντέλες και καλύμματα. Ήθελε να θυμάται αυτή την ξεχωριστή βραδιά. Ο Μίμης ξάπλωσε στο πλάι της και αποφάσισε να της δείξει ότι ήταν πια ο αφέντης και σύζυγος της. Ξεκίνησαν να παίζουν τους πατροπαράδοτους ρόλους του ζευγαριού. Μέχρι που κάποια στιγμή ο Μίμης θέλησε να μεταμορφωθεί σε ψυχρό επιβήτορα. «Πουτάνα Νύφη», της φώναξε με στόμφο. Η Ελευθερία πάγωσε. Αλλιώς φανταζόταν την πρώτη νύχτα του γάμου της. Με τρυφερότητα και ευαισθησία. Μάταια την άλλη μέρα ο Μίμης προσπάθησε να της εξηγήσει ότι η φράση αυτή συνδεόταν με ένα παραδοσιακό έθιμο του γάμου. Το νυφικό της κρεβάτι έπαψε να μυρίζει σαν τον ανθό της λεμονιάς, πριν καλά-καλά χρησιμοποιηθεί.
Γρήγορα μια ακόμη σελίδα γύρισε στη ζωή της. Έμεινε έγκυος. Οι συγγενείς του άντρα της που ερχόταν να της ευχηθούν άρχισαν να την βλέπουν μόνον ως γυναίκα του συζύγου της. Μιμίκα, τη φώναζαν κι αυτό την ξένιζε. Το ξεπερασμένο αυτό έθιμο δεν είχε φαίνεται ξεχαστεί σε τούτη τη φαμίλια. Το είπε στον Μίμη αλλά εκείνος γέλασε. «Αστεία το λένε», της είπε, «μην τους συμμερίζεσαι». Δεν την έπεισε.
Όμως ο άντρας της δεν αστειευόταν καθόλου, όταν της είπε ότι και ο δευτερότοκος γιος τους θα πάρει όνομα από τους δικούς του προγόνους. Όπως και ο πρώτος. Τι κι αν ο πατέρας της Ελευθερίας είχε φύγει πρόσφατα από τη ζωή. Δεν της επέτρεψε να τον τιμήσει δίνοντας το όνομα του στο εγγόνι του. Ενοχλήθηκε πάρα πολύ, έκλαψε, επέμεινε αλλά μάταια. Υποχώρησε. Δε θα ξεχνούσε εύκολα το θριαμβευτικό ύφος της κυρά-Σουλτάνας, όταν ο νονός έλεγε το όνομα του γιου της. Δε το συγχώρεσε.
Οι ψυχολογικοί εκβιασμοί της πεθεράς της ήταν καθημερινοί. Δεν σταματούσε να της θυμίζει ότι εκείνη δεν είχε δική της στέγη κι ήρθε να κατοικήσει στο σπίτι του γιου της. «Χάρη στη δουλειά του Μίμη μου, έχεις κεραμίδι να βάλεις πάνω από το κεφάλι σου», της τόνιζε. Δεν έχανε ευκαιρία να την μειώνει και να την υποτιμά.
Μια μέρα είδε ένα από τα βιβλία της Εύας Ομηρόλη, που είχε φέρει από το πατρικό της, να λείπει από το σύνθετο έπιπλο του σαλονιού. Το αναζήτησε. Ρώτησε το γιο της. Εκείνος της είπε ότι η γιαγιά το είχε πάρει όταν κάθισε μαζί του για να ταξινομήσουν τα χρήματα που είχε μαζέψει ο μικρός στον κουμπαρά του από τα χαρτζιλίκια και τα κάλαντα. Όταν του ζήτησε να της εξηγήσει τι ακριβώς έκαναν με το βιβλίο, εκείνος της έδειξε μερικούς κυλίνδρους (μασούρια τα ‘λέγε ο μικρός) με κέρματα που ήταν τυλιγμένα με σελίδες ενός βιβλίου. Αναγνώρισε την κεφαλίδα. «Αμέσως τώρα πια» έγραφε το περιτύλιγμα των νομισμάτων. Ξέσπασε σε αναφιλητά οργής. Αργότερα στο σπίτι ανέβηκε ο Μίμης με την μάνα του, την κυρά-Σουλτάνα, αχώριστοι όπως πάντα. Ζήτησε εξηγήσεις για την καταστροφή του βιβλίου της. Του κάκου! «Σιγά βρε Μιμίκα», της είπε η πεθερά της. «Για ένα βιβλίο κάνεις έτσι; Τόσα έχεις». Αναζήτησε με το βλέμμα της τον Μίμη, αλλά εκείνος και πάλι δεν την υποστήριξε. Κλείστηκε στο δωμάτιο του πρωτότοκού της, χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
Η ζωή της Ελευθερίας συνέχισε να κυλά σαν εντοιχισμένη υδρορροή. Οι διακυμάνσεις ήταν ελάχιστες, η ρουτίνα υπερχείλιζε, οι προσβολές των συγγενών του Μίμη περίσσευαν.
Μια μέρα έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια συμμαθήτρια της. Η τάξη της στο Λύκειο θα διοργάνωνε ένα reunion για τα δέκα χρόνια από την αποφοίτηση. Στο ίδιο σχολείο πήγαινε και η μεγάλη της αγάπη, ο Λάμπρος.
Την έκανε χαρούμενη που θα συναντιόταν με τους παλιούς της συμμαθητές στο σχολείο της αποφοίτησης της. Μετά θα πηγαίναν σε ένα lounge bar για ένα ποτό.
Διάλεξε από ένα περιοδικό τι θα φορούσε. Σε δύο μέρες πήγε στο κατάστημα που το διέθετε και αγόρασε ένα ολοκόκκινο φόρεμα, που έφτανε λίγο πάνω από το γόνατο. Έτσι αναδεικνυόταν τα καλλίγραμμα μακριά πόδια της. Θα έλαμπε εκείνη τη βραδιά. Ένιωθε σαν να ξανάβγαινε ραντεβού με τον Λάμπρο.
Όλα όμως έγιναν τόσο διαφορετικά εκείνο το απόγευμα, που γύρισε από το κομμωτήριο. Οι μπούκλες που είχε φτιάξει στα εβένινα μαλλιά της έμοιαζαν με σκοτεινές περικοκλάδες γιασεμιού γύρω από το φωτεινό της πρόσωπο.
Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά για να δοκιμάσει το κατακόκκινο φόρεμα, που είχε ετοιμάσει από την προηγούμενη. Το κατέβασε από την κρεμάστρα και το ακούμπησε πάνω στο στήθος της, ενώπιον του καθρέπτη. Έξαφνα το πρόσωπο της έγινε κέρινο. Ένα σημάδι από σίδερο είχε κατακάψει το φόρεμα στο ύψος των μηρών της. Έμεινε παγωμένη μπροστά στην καταστροφή, μέχρι που άκουσε ένα γύρισμα κλειδιού στην πόρτα. Η πεθερά της μπήκε στο σπίτι κρατώντας από το χέρι το μικρό της εγγόνι, που έσπευσε να τρυπώσει στην αγκαλιά της μαμάς του. Η κυρά Σουλτάνα ψέλλισε χαμηλόφωνα: «Θέλησα να το σιδερώσω, αλλά με φώναξε ο μικρός γιατί χτύπησε στη γωνιά του τραπεζιού. Έτρεξα να τον ηρεμήσω. Κι όταν γύρισα… Με συγχωρείς, Μιμίκαμου, δεν το ήθελα».
Κοίταξε με παγωμένο βλέμμα την πεθερά της, ενώ σφιχταγκάλιαζε το γιο της. Διέκρινε μια ένοχη χαιρεκακία στα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας. Το σώμα της έμοιαζε να κυρτώνεται, όπως η λέαινα που ετοιμάζεται να χυμήξει στη λεία της. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τράβηξε μια άδεια βαλίτσα από την οροφή της ντουλάπας. Την πέταξε ορθάνοιχτη πάνω στο ματαιόδοξό συζυγικό της κρεβάτι. Γύρισε προς το μέρος της πεθεράς της και ούρλιαξε με τρεμάμενη φωνή: «Δε με λένε Μιμίκα. Ελευθερία, με λένε… Ελευθερία». Και το βλέμμα της καρφώθηκε στην εξώπορτα του διαμερίσματος.
*Καρχαρίας: Το πρώτο KAWASAKI GPz με τα ολόσωμα «φέρια» από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80. Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα θύμιζε «καρχαρία» εξ ου και το παρατσούκλι.