Toυ Θόδωρου Κουτρούκη
Eπίκουρου Καθηγητή Πανεπιστημίου Θράκης
«Μια μερίδα παστίτσιο», φώναξε η γοητευτική σαραντάρα που καθόταν στο ταμείο προς την κουζίνα του μικρού νοικοκυρεμένου εστιατορίου. Ο καλοστεκούμενος ώριμος άντρας με την ιβουάρ καμπαρντίνα έβγαλε το πορτοφόλι του και πλήρωσε το λογαριασμό. Σε λίγο κάθισε για να απολαύσει το φαγητό του. Τις σκέψεις του κέρδισε η δουλειά του, ενώ το βλέμμα του η καστανομάλλα ταμίας. «Κασσάνδρα», άκουσε σε λίγο να την φωνάζει κάποιος από την κουζίνα. Όπως έμαθε, αργότερα, ήταν ο άντρας της. Τέλειωσε το φαγητό του και την χαιρέτισε. Η Κασσάνδρα του χαμογέλασε.
Ο Φρίξος ήταν στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρίας στην Θεσσαλονίκη. Είχε προσληφθεί πρόσφατα εγκαταλείποντας τη θέση του σε μεγάλη τράπεζα με ένα πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου. Ψηλός, αθλητικός, πάντα κομψά ντυμένος, αυτό που θα λέγαμε περιζήτητος εργένης, είχε επιλέξει αυτό το συμπαθητικό εστιατόριο, για να κολατσίζει στο μεσημεριανό του διάλειμμα.
Το σκηνικό αυτό επαναλαμβανόταν για εβδομάδες κάθε εργάσιμη μέρα. Ο Φρίξος απολάμβανε ένα ζεστό πιάτο. Και το ολοένα και πιο ζεστό χαμόγελο της Κασσάνδρας. Δε μετέφερε πλέον τα θέματα της δουλειάς του στο εστιατόριο. Το βαθύ βλέμμα της όμορφης γυναίκας δεν ανεχόταν ανταγωνισμό. Απορροφούσε όλες τις σκέψεις του.
Οι συζητήσεις τους κατά την παραμονή του στο μαγαζί γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο φλύαρες. Ωστόσο, η Κασσάνδρα έδειχνε ανήσυχη και κάθε φορά που ο Φρίξος έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, λοξοκοιτούσε προς την κουζίνα. Ο άντρας είχε γοητευτεί από την εκθαμβωτική σύζυγο του ιδιοκτήτη αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να την προσεγγίσει περαιτέρω, όσο εκείνος βρισκόταν στην κουζίνα. Έσπαζε το μυαλό του να βρει τον τρόπο για να τη γνωρίσει καλύτερα.
Όταν μια μέρα πληρώνοντας στο ταμείο τα δάκτυλα του άγγιξαν την παλάμη της Κασσάνδρας, ένιωσε τη γυναίκα να ανατριχιάζει. Τότε το πήρε απόφαση. Θα τολμούσε να κάνει ένα βήμα. Το οργάνωσε για δύο μέρες. Κι όταν ο Φρίξος ξαναπήγε για φαγητό, πλησίασε με αποφασιστικότητα στο ταμείο. Όταν η Κασσάνδρα τον ενημέρωσε για το ύψος του λογαριασμού εκείνος της έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ, πάνω στο οποίο είχε κολλήσει μια κάρτα SIM. Πίεσε το χαρτονόμισμα στο χέρι της ώστε εκείνη να αντιληφθεί την υφή της κάρτας. Του χαμογέλασε και εξαφάνισε το χαρτονόμισμα μέσα στο συρτάρι της.
Το ίδιο απόγευμα έστειλε από το κινητό του τηλέφωνο το πρώτο μήνυμα στον αριθμό της. «Είμαι ο Φρίξος» της έγραψε. Μετά από δύο ώρες ήρθε και η απάντηση: «Είμαι η Κασσάνδρα».
Αυτή η συζήτηση με μηνύματα και σπανιότερα με σύντομες συνομιλίες συνεχίστηκε για εβδομάδες. Της έλεγε για τις επαγγελματικές του επιτυχίες αλλά και τα κενά στην προσωπική του ζωή. Εκείνη του έγραφε για τις δικές της επιλογές ζωής, για το γάμο της που είχε νεκρώσει. Μοναδικό παράθυρο στον έξω κόσμο της βαθιάς νύκτας ήταν το κινητό της τηλέφωνο, που την έφερνε με ένα μαγικό τρόπο κοντά στον Φρίξο. Έτσι απλά οι δυο μοναχικοί συνομιλητές άρχισαν να νιώθουν μια συναισθηματική εγγύτητα. Και τον έρωτα που σίμωνε…
Κάποτε βρέθηκε η ευκαιρία για να συναντηθούν. Ο άντρας της Κασσάνδρας αναμείχθηκε στις εκλογές του Επιμελητηρίου κι ένα απόγευμα έλειψε από το σπίτι για να παραβρεθεί σε μια πολύωρη συνέλευση επαγγελματιών.
Έδωσαν ραντεβού σε ένα παρηκμασμένο αναψυκτήριο. Εκείνος την περίμενε από νωρίς. Εκείνη έφτασε με ένα ταξί. Ήταν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Τα μαλλιά της χύνονταν σαν καστανά κύματα πάνω στους ώμους της. Τα μάτια της έλαμπαν σαν άστρα. Δε χόρταινε να τη βλέπει. Κάθισαν δίπλα-δίπλα σε ένα ξεθωριασμένο κόκκινο καναπέ. Της κράτησε τα χέρια. Τον αιχμαλώτισε με τα μάτια της. Συνομίλησαν για λίγο. Μέχρις ότου ο έρωτας έφερε εκείνη τη στιγμή που χάνεται ο χρόνος. Τράβηξε απαλά το πρόσωπο του προς το μέρος της. «Έχω οκτώ χρόνια να φιλήσω κάποιον άντρα» ψέλλισε βαριανασαίνοντας. «Να είσαι τρυφερή μαζί μου», της είπε γελώντας, μέχρι που το χαμόγελο του εξαφανίστηκε μέσα στο στρόβιλο των χειλιών της.
Ένα δίωρο αργότερα ήξεραν ότι κάτι μεγάλο, κάτι πολύτιμο, είχε επιφυλάξει η ζωή για εκείνους. Συνέχισαν να συνομιλούν με το κινητό τηλέφωνο. Οι νύχτες τους γίνονταν λευκές από το φως του έρωτά, που είχε πια κυριεύσει τις καρδιές τους. Ήταν όμως δύσκολο να συναντηθούν και πάλι.
Κάποια νύχτα ο Φρίξος της έγραψε ότι θα αλλάξει δουλειά. Είχε βρει μια θέση χρηματοοικονομικού αναλυτή σε μια βιομηχανία λιπασμάτων στην Καβάλα. Οι αποδοχές ήταν πολύ αξιόλογες και σκεφτόταν να αποδεχτεί τη θέση. Του έδωσε συγχαρητήρια. Την ευχαρίστησε. «Και τι θα γίνει με εμάς;», του έγραψε. Το μήνυμα από την πλευρά του Φρίξου, αυτή τη φορά άργησε. Η Κασσάνδρα το περίμενε με αγωνία. Μετά από είκοσι λεπτά, μια φράση αποφασιστική σαν ατσάλι έφτασε στην οθόνη του κινητού της: «ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ!». Άγγιξε το τηλέφωνο πάνω στο στήθος της και βυθίστηκε στις σκέψεις της.
Ο γάμος της είχε ξεκινήσει με ευοίωνες προοπτικές. Είχε ερωτευτεί τον άντρα της και είχε πουλήσει ένα μικρό «προικώο» οικόπεδο στη Χαλκιδική για να ανοίξουν το εστιατόριο. Είχαν πολλά όνειρα. Όμως ποτέ δεν ήρθαν τα πολυπόθητα παιδιά. Δύο επαπειλούμενες κυήσεις της κατέληξαν σε τραγωδία. Την βύθισαν σε κατάθλιψη. Έκανε καιρό να το ξεπεράσει κι αυτό την αποξένωσε με τον άντρα της. Ενάμιση χρόνο αργότερα ήρθε και η μοιραία εξωσυζυγική του περιπέτεια. Δεν κράτησε πολύ αλλά την έκανε να νιώθει πολύ ταπεινωμένη. Ωκεανοί ψυχρότητας εισέρρευσαν ανάμεσα στο ζευγάρι. Η Κασσάνδρα δεν το ξεπέρασε ποτέ.
Κοιμόταν από τότε σε χωριστά υπνοδωμάτια και είχαν μόνο μια στοιχειώδη επικοινωνία. Η δουλειά τους πήγαινέ σχετικά καλά για μερικά χρόνια και τους επέτρεπε να ζούνε άνετα. Όμως η οικονομική κρίση του 2008 δεν άργησε να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα. Τα χρέη στο ΤΕΒΕ άρχισαν να συσσωρεύονται. Είχαν κι ένα μικρό επισκευαστικό δάνειο να ξοφλήσουν. Δεν ήθελε να τον αφήσει να επωμιστεί μόνος του όλες τις υποχρεώσεις. Ούτε όμως μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Προσπάθησε να του μιλήσει. Δεν βρήκε την κατανόηση που περίμενε.
Την άλλη μέρα πήγε στην τράπεζα. Είχε δύο καταθετικούς λογαριασμούς προθεσμίας από χρήματα που της είχαν αφήσει οι γονείς της. Ζήτησε από τον τραπεζοϋπάλληλο να προσθέσει ως δικαιούχο το σύζυγο της. Δε θα τον εγκατέλειπε. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φύγει με τον Φρίξο αλλά θα φηνε πίσω της ένα μέρος από την οικογενειακή βοήθεια στο γάμο της. Νοιαζόταν για το σύζυγο της αλλά ο έρωτας δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Φρίξος φόρτωσε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο του. Παρέδωσε τα κλειδιά του επιπλωμένου διαμερίσματος στην διαχειρίστρια της πολυκατοικίας. Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο του σε ένα μικρό πάρκο. Σε λίγα λεπτά το πρόσωπο του φωτίστηκε. Η Κασσάνδρα φάνηκε στην άκρη του δρόμου κρατώντας μια μεγάλη βαλίτσα. Είχε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με την πρότερη ζωή της αφήνοντας ένα σημείωμα. Φόρτωσαν τη βαλίτσα της και πήδηξε στην αγκαλιά του. Μπήκαν στο αμάξι και η νέα ζωή τους μόλις άρχιζε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς την Καβάλα ο Φρίξος επέλεγε να ακούνε ξανά και ξανά ένα γαλλικό τραγούδι: “Une belle histoire”…
Φτάνοντας στην πόλη, που τα παλιά της κτίρια ανάδευαν ακόμη μια στιφή οσμή καπνού, άφησαν τα πράγματα τους στο ρετιρέ, που είχε νοικιάσει η εργοδότρια εταιρία του Φρίξου. Θαύμασαν από την πλαγιά το απαράμιλλο σμίξιμο του βουνού και της θάλασσας. Δεν πρόλαβαν καν να ξεκουραστούν όταν ο Φρίξος ανακοίνωσε στην Κασσάνδρα ότι το ίδιο βράδυ θα φύγουν με το πλοίο. «Για πού», τον ρώτησε κι εκείνος χαμογέλασε.
Στις 11 τη νύχτα ανέβηκαν στο πλοίο “European Express”. Ο Φρίξος είχε πάρει μια εβδομάδα άδεια και φρόντισε να κλείσει μια δίκλινη καμπίνα για όλη τη διαδρομή του πλοίου της «άγονης γραμμής» από την Καβάλα μέχρι την Ικαρία μετ’ επιστροφής. Άφησαν τα πράγματα τους κι ανέβηκαν για λίγο στο ψηλότερο κατάστρωμα του πλοίου που άρχισε να αποπλέει. Σε λίγη ώρα μόνο τα φώτα του Κάστρου και του Ιμαρέτ τους έδειχναν το μέρος όπου θα ζούσαν τα επόμενα χρόνια. Όταν έπλεαν ανοικτά της Θάσου, ο Φρίξος ζήτησε από την Κασσάνδρα να του δώσει την κάρτα SIM του κινητού της και αφαίρεσε και τη δική του κάρτα. Έβγαλε από την τσέπη του δυο όμοια δακτυλίδια από λευκόχρυσο που είχε παραγγείλει. Στη θέση που συνήθως τίθεται η πέτρα υπήρχε σκαλισμένος ένας μικροσκοπικός κλωβός από πλέγμα που μόλις χωρούσε μια κάρτα SIM. Έβαλε την κάρτα του στο ένα και το πέρασε στο δάκτυλο της Κασσάνδρας. Έβαλε τη δική της κάρτα στο δεύτερο και το φόρεσε εκείνος. Αυτά τα δακτυλίδια θα τους θύμιζαν τον τρόπο που γνωρίστηκαν. Την αγκάλιασε με ένα πάθος πρωτόγνωρο και τη φίλησε σαν διψασμένο αγρίμι. Ο έρωτας τους δεν ήταν πια λαθρεπιβάτης. Πιάστηκαν χέρι-χέρι και κίνησαν για τη δική τους «νυφική» καμπίνα. Και χάθηκαν μαζί στις βαθυγάλανες εσχατιές του Αιγαίου.