Πόσο μπορεί να πουληθεί ο θάνατος και η καταστροφή;
Τα ξεβρασμένα πτώματα και ο ανθρώπινος πόνος;
Φθηνά, πολύ φθηνά…
Και δεν ξέρεις αν φταίει αυτός που πουλάει ή αυτός που αγοράζει…
Μάλλον ο δεύτερος γιατί ο πρώτος έχει σαν δικαιολογία την ανάγκη της επιβίωσης…
Επέτειος θανάτου η σημερινή. Στις 26 Δεκεμβρίου του 2004 το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό έστειλε στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους.
Λίγο καιρό μετά η ανάγκη για επιβίωση και η μακάβρια τέρψη του «ανθρώπινου» ματιού, εξευτέλιζαν ήδη το πένθος.
Περίπου δυόμισι χρόνια μετά το τσουνάμι, βρέθηκα στο Πουκέτ της Ταϊλάνδης. Όλα είχαν πια «φτιαχτεί» και εκείνο που σου θύμιζε συνεχώς το «τέρας» που πέρασε κάποτε από εκεί ήταν οι πινακίδες που έδειχναν προς τα πού θα έπρεπε κανείς να κατευθυνθεί, σε περίπτωση που ένα νέο τσουνάμι πλήξει την περιοχή.
Και ήταν ευχάριστο που η ζωή συνεχιζόταν και τα ξενοδοχεία είχαν ανοίξει ξανά δίνοντας δουλειά και έναν –πενιχρό φυσικά- μισθό σε ένα φτωχό λαό…
Μέχρι εκεί όλα ήταν φυσιολογικά…
Μα τελικά δεν ήταν.
Γιατί η φτώχεια του λαού συναντούσε την μακάβρια ευχαρίστηση από τον πόνο και το χαμό του άλλου, στα κιόσκια με τα σουβενίρ…
Εκεί έβλεπες ολόκληρους τοίχους με φωτογραφίες και όταν πλησίαζες έβλεπες απλά τη φρίκη…
Για λίγα μόνο λεπτά του ευρώ, εικόνες καταστροφής αποτυπωμένες στο χαρτί πωλούνταν ως ενθύμιο από την επίσκεψή σου σε έναν επίγειο παράδεισο. Ήταν μεγάλος ο παράδεισος και είχες ανάγκη και λίγη κόλαση να βάλεις στη βαλίτσα της επιστροφής σου…
Κάπου μεταξύ πισίνας και ωκεανού, θα έπαιρνες μαζί σου και δύο τρία πτώματα για να διηγηθείς στους φίλους το ταξίδι σου…
Θα έδειχνες τη φωτογραφία και θα έλεγες «Να εκεί που βλέπεις, εκεί που είναι το πτώμα αυτού του άντρα, ήταν το ξενοδοχείο που μέναμε. Το έχουν κάνει υπέροχο..». Όπως άλλωστε και το πτώμα;
Μα όχι βέβαια… Η θεατρική σου ικανότητα θα προβάλλονταν της ώρα της φωτογραφίας και οι ειδυλλιακές περιγραφές θα έκαναν ένα διάλειμμα, γιατί… πάνω από όλα είσαι άνθρωπος.
Αυτοί οι –πάνω από όλα- άνθρωποι στριμώχνονταν γύρω από τα μακάβρια σουβενίρ και έκαναν παζάρι για μια καλή φωτογραφία. «Όχι αυτή, είναι μόνο κτίρια, δεν δείχνει έστω κάποιον να παλεύει να κρατηθεί στη ζωή» σκεφτόταν το αρρωστημένο μυαλό και έβγαζε ευρώ και δολάρια από την τσέπη. Και φυσικά, στην “μαύρη αγορά” μπορούσες ακόμα να βρεις και κάποιο αντικείμενο που είχε ψαρευτεί από το νερό και κάποτε είχε έναν ιδιοκτήτη… Ίσως και νεκρό…
Και ένας ταλαιπωρημένος λαός ξέχναγε τον νεκρό φίλο και συγγενή μπροστά στη θέα του ξένου νομίσματος…
Μετά από αυτό, η μνήμη και η φρίκη της 26ης Δεκεμβρίου θα έχει πάντα για μένα ένα άλλο πρόσωπο. Αντί για τις εικόνες της καταστροφής που θα πλημμυρίσουν και πάλι τις τηλεοράσεις μας, θα βλέπω μπροστά μου εκείνο το πλήθος των πολιτισμένων δυτικών που κάπου μεταξύ ηλιοθεραπείας και ενός –κρυφό μυστικό πια- αρρωστημένου τουρισμού, παζάρευαν για μια φωτογραφία θανάτου…
Η φύση μπορεί εκείνο το Δεκεμβριάτικο πρωινό του 2004 να ήταν σκληρή. Μόνο που, κάποιες φορές, τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τη σκληρότητα του ανθρώπου…